Anonymous

αργώ: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  13 June 2022
m
Text replacement - "οῡ" to "οῦ"
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM ἀργῶ, -έω) [[[αργός]] (II)]<br /><b>1.</b> δεν [[εργάζομαι]] [[επειδή]] [[είναι]] [[γιορτή]] ή για οποιονδήποτε [[άλλο]] λόγο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «οι δημόσιες υπηρεσίες αργούν [[σήμερα]]» <br />β) «ἀργεῑ τὸ έργαστήριον» — δεν δουλεύει, [[είναι]] κλειστό <b>(Δημ.)</b><br />γ) «oἱ ἀργοῦν
|mltxt=(AM ἀργῶ, -έω) [[[αργός]] (II)]<br /><b>1.</b> δεν [[εργάζομαι]] [[επειδή]] [[είναι]] [[γιορτή]] ή για οποιονδήποτε [[άλλο]] λόγο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «οι δημόσιες υπηρεσίες αργούν [[σήμερα]]» <br />β) «ἀργεῑ τὸ έργαστήριον» — δεν δουλεύει, [[είναι]] κλειστό <b>(Δημ.)</b><br />γ) «oἱ ἀργοῦν
τες» — οι άεργοι, αυτοί που δεν κάνουν [[τίποτε]] (<b>Σοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[καθυστερώ]] να [[κάνω]] ή να γίνω [[κάτι]] («άργησα να φτάσω»<br />«άργησε ν' ανθήσει»<br />«τα σταφύλια άργησαν να γίνουν»)<br /><b>2.</b> [[κάνω]] κάποιον να καθυστερήσει («δεν θα σε αργήσω»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παραμελώ]], [[αφήνω]] τη δουλειά μου («ἀργήσει τῆς ἑαυτοῦ δημιουργίας καθήμενος ἐν ἀγορᾷ» — θα παρατήσει τη δουλειά του και θα κάθεται στην [[αγορά]] — <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «γῆ ἀργοῡσα» — γη ακαλλιέργητη, χέρσα (<b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> [[μένω]] [[ανεκτέλεστος]].
τες» — οι άεργοι, αυτοί που δεν κάνουν [[τίποτε]] (<b>Σοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[καθυστερώ]] να [[κάνω]] ή να γίνω [[κάτι]] («άργησα να φτάσω»<br />«άργησε ν' ανθήσει»<br />«τα σταφύλια άργησαν να γίνουν»)<br /><b>2.</b> [[κάνω]] κάποιον να καθυστερήσει («δεν θα σε αργήσω»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παραμελώ]], [[αφήνω]] τη δουλειά μου («ἀργήσει τῆς ἑαυτοῦ δημιουργίας καθήμενος ἐν ἀγορᾷ» — θα παρατήσει τη δουλειά του και θα κάθεται στην [[αγορά]] — <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «γῆ ἀργοῦσα» — γη ακαλλιέργητη, χέρσα (<b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> [[μένω]] [[ανεκτέλεστος]].
}}
}}