Anonymous

επισωρεύω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "οῡ" to "οῦ"
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐπισωρεύω]])<br />(<b>για πρόσ.</b>) (ενεργ. και μέσ.) [[συγκεντρώνω]], [[συσσωρεύω]], [[μαζεύω]] (α. «τα πλήθη [[βλέπω]] να επισωρεύωνται», Κάλβος<br />β. «ἐπισωρεύσουσι διδασκάλους», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[συσσωρεύω]], [[σωριάζω]] («αυτός ο [[πόλεμος]] επισώρευσε πολλές συμφορές στη [[χώρα]]»)<br /><b>μσν.</b><br />[[σωριάζω]] [[πάνω]] σε [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[προσθέτω]] [[κάτι]] στον σωρό που ήδη υπάρχει («μέλλοντος δὲ τοῦ κυνικοῡ τούτοις ἐπισωρεύειν τινά», <b>Αθήν.</b>).
|mltxt=(AM [[ἐπισωρεύω]])<br />(<b>για πρόσ.</b>) (ενεργ. και μέσ.) [[συγκεντρώνω]], [[συσσωρεύω]], [[μαζεύω]] (α. «τα πλήθη [[βλέπω]] να επισωρεύωνται», Κάλβος<br />β. «ἐπισωρεύσουσι διδασκάλους», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[συσσωρεύω]], [[σωριάζω]] («αυτός ο [[πόλεμος]] επισώρευσε πολλές συμφορές στη [[χώρα]]»)<br /><b>μσν.</b><br />[[σωριάζω]] [[πάνω]] σε [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[προσθέτω]] [[κάτι]] στον σωρό που ήδη υπάρχει («μέλλοντος δὲ τοῦ κυνικοῦ τούτοις ἐπισωρεύειν τινά», <b>Αθήν.</b>).
}}
}}