3,258,334
edits
(14) |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α ἐσχατιὰ και ιων. ἐσχατιή) [[έσχατος]]<br />το έσχατο [[μέρος]] ή [[σημείο]] μιας έκτασης, το τελευταίο όριο, το [[τέρμα]], το ακραίο [[σημείο]] («εις την εσχατιάν του χωρίου, εις τα Λιβάδια», Παπαδ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το ακραίο, το υψιστο [[σημείο]] («ὄλβου πρὸς ἐσχατιαῑς», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> τα όρια, τα [[σύνορα]] μιας χώρας («ἐσχατιῇ Γόρτυνος», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> (στην Αττική) [[κτήμα]] που βρίσκεται [[κοντά]] στη [[θάλασσα]] ή στις υπώρειες όρους<br /><b>4.</b> απόκεντρο [[μέρος]], [[ησυχαστήριο]]<br /><b>5.</b> η [[κατάσταση]] της έσχατης ταπεινότητας («τὴν ἀνθρωπίνην ἐσχατιὰν ἐξ ἧς ἀρρήτως ὁ | |mltxt=η (Α ἐσχατιὰ και ιων. ἐσχατιή) [[έσχατος]]<br />το έσχατο [[μέρος]] ή [[σημείο]] μιας έκτασης, το τελευταίο όριο, το [[τέρμα]], το ακραίο [[σημείο]] («εις την εσχατιάν του χωρίου, εις τα Λιβάδια», Παπαδ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το ακραίο, το υψιστο [[σημείο]] («ὄλβου πρὸς ἐσχατιαῑς», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> τα όρια, τα [[σύνορα]] μιας χώρας («ἐσχατιῇ Γόρτυνος», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> (στην Αττική) [[κτήμα]] που βρίσκεται [[κοντά]] στη [[θάλασσα]] ή στις υπώρειες όρους<br /><b>4.</b> απόκεντρο [[μέρος]], [[ησυχαστήριο]]<br /><b>5.</b> η [[κατάσταση]] της έσχατης ταπεινότητας («τὴν ἀνθρωπίνην ἐσχατιὰν ἐξ ἧς ἀρρήτως ὁ ἁπλοῦς Ἰησοῦς συνετέθη», Διον. Αρ.)<br /><b>6.</b> (στη δοτ. εν.) <i>ἐσχατιῇ</i><br />στο κατώτατο [[μέρος]] (της επικήδειου πυράς)<br /><b>7.</b> <b>στον πληθ.</b> α) <i>ἐσχατιαί</i><br />δύσεις<br />β) (στη δοτ.) <i>ἐσχατιαῑς</i><br />([[αντί]] ἐν ἐσχατιαῑς) στα [[γύρω]] απομακρυσμένα μέρη<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐπ' ἐσχατιῇ» ή «ἐσχατιῆς» — στην [[άκρη]] ή στην [[ακτή]] («ἐπ' ἐσχατιῇ λιμένος» — το τελευταίο [[σημείο]] του λιμανιού [[μετά]] το οποίο αρχίζει η [[θάλασσα]])<br />β) «ἐσχατιῇ πολέμου» — τα πιο απομακρυσμένα μέρη του πεδίου της μάχης<br />γ) «αἱ ἐσχατιαὶ τῆς οἰκουμένης» — τα πέρατα του κόσμου<br />δ) (για χρόνο) «ἀν' ἐσχατιάν» — επιτέλους. | ||
}} | }} |