Anonymous

εὐτέλεια: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "οῡ" to "οῦ"
mNo edit summary
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐτέλεια]], Α και ιων. τ. εὐτελίη) [[ευτελής]]<br /><b>1.</b> το να [[είναι]] [[κάτι]] φθηνό, η [[φθήνια]], η χαμηλή [[τιμή]]<br /><b>2.</b> [[χυδαιότητα]], [[προστυχιά]], [[ποταπότητα]], [[μικροπρέπεια]], [[μικρότητα]] («[[ευτέλεια]] συμπεριφοράς, χαρακτήρα» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[περιφρόνηση]], [[καταφρόνηση]]<br /><b>2.</b> (με καλή σημ.) [[ταπεινότητα]], [[μετριοφροσύνη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (συν. με φρ. που έχουν επιρρμ. [[έννοια]]) [[οικονομία]], [[λιτότητα]], [[απλότητα]] («φιλοκαλοῡμεν μετ' εὐτελείας», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «εἰς εὐτέλειαν» <br />α) φθηνά, άσχημα, [[κακώς]]<br />β) (για πράγματα) αυτό που πωλείται σε χαμηλή [[τιμή]], της φθήνιας, το φθηνό.
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐτέλεια]], Α και ιων. τ. εὐτελίη) [[ευτελής]]<br /><b>1.</b> το να [[είναι]] [[κάτι]] φθηνό, η [[φθήνια]], η χαμηλή [[τιμή]]<br /><b>2.</b> [[χυδαιότητα]], [[προστυχιά]], [[ποταπότητα]], [[μικροπρέπεια]], [[μικρότητα]] («[[ευτέλεια]] συμπεριφοράς, χαρακτήρα» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[περιφρόνηση]], [[καταφρόνηση]]<br /><b>2.</b> (με καλή σημ.) [[ταπεινότητα]], [[μετριοφροσύνη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (συν. με φρ. που έχουν επιρρμ. [[έννοια]]) [[οικονομία]], [[λιτότητα]], [[απλότητα]] («φιλοκαλοῦμεν μετ' εὐτελείας», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «εἰς εὐτέλειαν» <br />α) φθηνά, άσχημα, [[κακώς]]<br />β) (για πράγματα) αυτό που πωλείται σε χαμηλή [[τιμή]], της φθήνιας, το φθηνό.
}}
}}
{{lsm
{{lsm