Anonymous

κήδω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  13 June 2022
m
Text replacement - "οῡ" to "οῦ"
m (Text replacement - " ," to ",")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[κήδω]])<br /><b>μέσ.</b> [[κήδομαι]]<br />[[ενδιαφέρομαι]] [[φροντίζω]], [[νοιάζομαι]] για κάποιον ή για [[κάτι]] (α. «τῶν ἁπανταχοῡ ὀρθοδόξων ἐκκλησιών κηδόμενος», Σέργ. Μακρ.<br />β. «κήδετο γάρ Δαναῶν, ὅτι ῥα θνῇσκοντας ὁρᾱτο», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />γ. «ἔγωγέ σ', εὐνοῶν γε καὶ κηδόμενος», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ταράζω]], [[ενοχλώ]], [[δυσαρεστώ]] κάποιον (ὅς τόξοισιν ἔκηδε θεούς, οἳ Ὄλυμπον ἔχουσι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φροντίζω]] για την [[ταφή]] κάποιου, [[ενταφιάζω]]<br /><b>3.</b> (η μτχ. του μέσ-ενεστ. ως επίθ.) <i>κηδόμενος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />αυτός που έχει πολλές φροντίδες, [[περίφροντις]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Για την ετυμολ. της λ. <b>βλ.</b> [[κήδος]]].
|mltxt=(ΑΜ [[κήδω]])<br /><b>μέσ.</b> [[κήδομαι]]<br />[[ενδιαφέρομαι]] [[φροντίζω]], [[νοιάζομαι]] για κάποιον ή για [[κάτι]] (α. «τῶν ἁπανταχοῦ ὀρθοδόξων ἐκκλησιών κηδόμενος», Σέργ. Μακρ.<br />β. «κήδετο γάρ Δαναῶν, ὅτι ῥα θνῇσκοντας ὁρᾱτο», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />γ. «ἔγωγέ σ', εὐνοῶν γε καὶ κηδόμενος», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ταράζω]], [[ενοχλώ]], [[δυσαρεστώ]] κάποιον (ὅς τόξοισιν ἔκηδε θεούς, οἳ Ὄλυμπον ἔχουσι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φροντίζω]] για την [[ταφή]] κάποιου, [[ενταφιάζω]]<br /><b>3.</b> (η μτχ. του μέσ-ενεστ. ως επίθ.) <i>κηδόμενος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />αυτός που έχει πολλές φροντίδες, [[περίφροντις]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Για την ετυμολ. της λ. <b>βλ.</b> [[κήδος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm