3,274,816
edits
m (Text replacement - " ," to ",") |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(ΑΜ [[κήδω]])<br /><b>μέσ.</b> [[κήδομαι]]<br />[[ενδιαφέρομαι]] [[φροντίζω]], [[νοιάζομαι]] για κάποιον ή για [[κάτι]] (α. «τῶν | |mltxt=(ΑΜ [[κήδω]])<br /><b>μέσ.</b> [[κήδομαι]]<br />[[ενδιαφέρομαι]] [[φροντίζω]], [[νοιάζομαι]] για κάποιον ή για [[κάτι]] (α. «τῶν ἁπανταχοῦ ὀρθοδόξων ἐκκλησιών κηδόμενος», Σέργ. Μακρ.<br />β. «κήδετο γάρ Δαναῶν, ὅτι ῥα θνῇσκοντας ὁρᾱτο», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />γ. «ἔγωγέ σ', εὐνοῶν γε καὶ κηδόμενος», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ταράζω]], [[ενοχλώ]], [[δυσαρεστώ]] κάποιον (ὅς τόξοισιν ἔκηδε θεούς, οἳ Ὄλυμπον ἔχουσι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φροντίζω]] για την [[ταφή]] κάποιου, [[ενταφιάζω]]<br /><b>3.</b> (η μτχ. του μέσ-ενεστ. ως επίθ.) <i>κηδόμενος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />αυτός που έχει πολλές φροντίδες, [[περίφροντις]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Για την ετυμολ. της λ. <b>βλ.</b> [[κήδος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |