3,274,729
edits
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι") |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[βλογώ]] (ΑΜ εὐλογῶ, -έω, Μ και βλογῶ) [[εύλογος]]<br /><b>1.</b> [[επαινώ]], [[εγκωμιάζω]], [[υμνώ]], [[δοξάζω]], [[δοξολογώ]] ( | |mltxt=και [[βλογώ]] (ΑΜ εὐλογῶ, -έω, Μ και βλογῶ) [[εύλογος]]<br /><b>1.</b> [[επαινώ]], [[εγκωμιάζω]], [[υμνώ]], [[δοξάζω]], [[δοξολογώ]] («εὐλογοῦμεν τὸν θεὸν καὶ [[πατέρα]]», ΚΔ)<br /><b>2.</b> (για τον θεό ή για ανθρώπους) [[δίνω]] την [[ευλογία]] μου, την [[ευχή]] μου<br /><b>νεοελλ.</b><br />(η μτχ. παθ. παρακμ.) <i>ευλογημένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />ως φιλική ή [[ελαφρώς]] επιτιμητική [[προσφώνηση]] («ευλογημένε, [[γιατί]] δεν έκανες όσα σού [[είπα]];»)<br /><b>2.</b> ως [[χαρακτηρισμός]] που περιέχει κάποια [[ειρωνεία]] ή [[μομφή]] («ο ευλογημένος πήγε και εγκαταστάθηκε στην [[άλλη]] [[άκρη]] του κόσμου»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> (για ιερείς) [[δίνω]] τις ευλογίες μου, τις ευχές μου με τη συμβολική [[κίνηση]] του δεξιού χεριού, με ενωμένα τα [[τρία]] [[πρώτα]] δάχτυλα, και γενικά [[δίνω]] [[ευχή]], [[ευλογία]]<br /><b>2.</b> (για ιερείς) [[καθαγιάζω]] με κατάλληλη [[ευχή]], [[τελώ]] ένα [[μυστήριο]]<br /><b>3.</b> (για ιερείς) [[ευλογώ]] γάμο, [[στεφανώνω]], [[παντρεύω]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>ευλογούμαι</i> και <i>βλογιέμαι</i><br />παντρεύομαι<br /><b>4.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ.) <i>ευλογημένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i>(<i>ν</i>)<br />α) αυτός που έχει [[ευλογία]] από τον θεό ή από την [[εκκλησία]] («εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξί», ΚΔ)<br />β) συνηθισμένη [[προσφώνηση]] ιερωμένων [[προς]] λαϊκούς («ευλογημένε»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ευχαριστώ]]<br /><b>2.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ.) α) ευλογημένος από τον θεό<br />β) κατ' ευφημ.) [[καταραμένος]]<br />γ) δοξασμένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[λέγω]] καλούς λόγους για κάποιον<br /><b>2.</b> [[απαγγέλλω]] πανηγυρικό<br /><b>3.</b> [[επαινώ]] δικαίως<br /><b>4.</b> [[τιμώ]] κάποιον<br /><b>5.</b> ([[κατά]] εβραϊκό ευφημισμό) [[καταριέμαι]], [[αναθεματίζω]] («εὐλόγησε θεὸν καὶ [[βασιλέα]]», ΠΔ)<br /><b>6.</b> <b>παθ.</b> <i>εὐλογοῦμαι</i><br />επαινούμαι, [[απολαμβάνω]] τον έπαινο ή την [[τιμή]] κάποιου. | ||
}} | }} |