Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εὐμαρής: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "οῡ" to "οῦ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐμαρής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> [[ευχερής]], [[εύκολος]] (α. «ευμάρεα προλέξαις», Αλκ.<br />β. «εὐμαρὲς [[χείρωμα]]» — εύκολη [[λεία]], <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) εὐμαρές ἐστι» ή «ἐν εὐμαρεῑ ἐστι» — [[είναι]] εύκολο<br />β) «ἐξ εὐμαροῡς» — με εύκολο τρόπο<br /><b>3.</b> [[άφθονος]], [[φθηνός]] («εὐμαρὴς σῑτος», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>4.</b> (σπαν. για αφηρ. έννοιες θεωρούμενες ως πρόσ.) αυτός που δίνει [[ανακούφιση]] («[[χρόνος]] γὰρ ευμαρὴς [[θεός]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> [[ευγενής]]<br /><b>6.</b> αυτός που παρέχει [[άνεση]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐμαρῶς</i> (ΑΜ), ποιητ. τ. εὐμαρέως (Α)<br /><b>1.</b> με [[ευχέρεια]], εύκολα («τυχὼν εὐμαρῶς τούτου», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> ηπίως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[μάρη]] «[[χέρι]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ευμάρεια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>ευμαρέω</i>, [[ευμαρότης]]].
|mltxt=[[εὐμαρής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> [[ευχερής]], [[εύκολος]] (α. «ευμάρεα προλέξαις», Αλκ.<br />β. «εὐμαρὲς [[χείρωμα]]» — εύκολη [[λεία]], <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) εὐμαρές ἐστι» ή «ἐν εὐμαρεῑ ἐστι» — [[είναι]] εύκολο<br />β) «ἐξ εὐμαροῦς» — με εύκολο τρόπο<br /><b>3.</b> [[άφθονος]], [[φθηνός]] («εὐμαρὴς σῑτος», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>4.</b> (σπαν. για αφηρ. έννοιες θεωρούμενες ως πρόσ.) αυτός που δίνει [[ανακούφιση]] («[[χρόνος]] γὰρ ευμαρὴς [[θεός]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> [[ευγενής]]<br /><b>6.</b> αυτός που παρέχει [[άνεση]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐμαρῶς</i> (ΑΜ), ποιητ. τ. εὐμαρέως (Α)<br /><b>1.</b> με [[ευχέρεια]], εύκολα («τυχὼν εὐμαρῶς τούτου», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> ηπίως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[μάρη]] «[[χέρι]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ευμάρεια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>ευμαρέω</i>, [[ευμαρότης]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm