3,273,752
edits
m (Text replacement - "perh." to "perhaps") |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, ἡ (ΑΜ [[κάτοχος]], -ον) [[κατέχω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που γνωρίζει [[κάτι]] καλά, [[γνώστης]], [[έμπειρος]] («[[είναι]] [[κάτοχος]] της γερμανικής γλώσσας»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />αυτός που έχει [[κάτι]] στην [[εξουσία]] του, [[κύριος]], [[ιδιοκτήτης]] (α. «[[είναι]] [[κάτοχος]] [[μεγάλης]] κτηματικής περιουσίας» β. «γίνεται τῶν διαβάσεων [[κάτοχος]]», Θεοφύλ.Σ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κρατά κάποιον [[κάτω]] («[[κάτοχος]] γῆ»)<br /><b>2.</b> αυτός που κρατά [[στερεά]], που συνέχει («κατέβην εἰς γῆν ἧς οἱ μοχλοί αὐτῆς κάτοχοι αἰώνιοι», ΠΔ)<br /><b>3.</b> αυτός που έχει γερό [[μνημονικό]]<br /><b>4.</b> [[ασφαλής]] («[[κτῆσις]] [[κάτοχος]] καὶ [[βέβαιος]]», Διον.Αλ.)<br /><b>5.</b> αυτός που δίνει θεϊκή [[έμπνευση]]<br /><b>6.</b> (για θεούς) αυτός τον οποίο επικαλείται [[κάποιος]] για να εξουδετερώσει [[μάγια]]<br /><b>7.</b> αυτός που κρατιέται [[κάτω]] ή ισχυρά («τἄμπαλιν δὲ τῶνδε γαίᾳ κάτοχ' ἀμαυροῦσθαι σκότῳ», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>8.</b> αυτός που διατελεί υπό το [[κράτος]] κάποιου, υποκείμενος, κυριευμένος, υποταγμένος (α. «οὐ μὴ 'ξεγερεῑς τὸν ὕπνῳ κάτοχον», <b>Σοφ.</b><br />β. «εὔκοπον Ἄρει κάτοχον [[γένος]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>9.</b> (για νόσο) [[καταληπτικός]]<br /><b>10.</b> αυτός που πάσχει από [[καταληψία]]<br /><b>11.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[κάτοχος]]<br />α) ο [[λίθος]] που τίθεται [[πάνω]] σε [[μνημείο]]<br />β) η [[λαβή]], το [[χερούλι]]<br />γ) η [[άγκυρα]]<br />δ) ο [[επίδεσμος]]<br />ε) [[μαγεία]], [[ξόρκι]], [[επωδή]]<br />στ) <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ κάτοχοι</i><br />οι προεξοχές του δεύτερου τραχηλικού σπονδύλου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[κατόχως]] (Α)<br /><b>1.</b> με [[μνημονικό]] τρόπο<br /><b>2.</b> με ανεξίτηλα χρώματα<br /><b>3.</b> σε [[κατάσταση]] δυνατής θεϊκής έμπνευσης («ἅτε ἐκ | |mltxt=ὁ, ἡ (ΑΜ [[κάτοχος]], -ον) [[κατέχω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που γνωρίζει [[κάτι]] καλά, [[γνώστης]], [[έμπειρος]] («[[είναι]] [[κάτοχος]] της γερμανικής γλώσσας»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />αυτός που έχει [[κάτι]] στην [[εξουσία]] του, [[κύριος]], [[ιδιοκτήτης]] (α. «[[είναι]] [[κάτοχος]] [[μεγάλης]] κτηματικής περιουσίας» β. «γίνεται τῶν διαβάσεων [[κάτοχος]]», Θεοφύλ.Σ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κρατά κάποιον [[κάτω]] («[[κάτοχος]] γῆ»)<br /><b>2.</b> αυτός που κρατά [[στερεά]], που συνέχει («κατέβην εἰς γῆν ἧς οἱ μοχλοί αὐτῆς κάτοχοι αἰώνιοι», ΠΔ)<br /><b>3.</b> αυτός που έχει γερό [[μνημονικό]]<br /><b>4.</b> [[ασφαλής]] («[[κτῆσις]] [[κάτοχος]] καὶ [[βέβαιος]]», Διον.Αλ.)<br /><b>5.</b> αυτός που δίνει θεϊκή [[έμπνευση]]<br /><b>6.</b> (για θεούς) αυτός τον οποίο επικαλείται [[κάποιος]] για να εξουδετερώσει [[μάγια]]<br /><b>7.</b> αυτός που κρατιέται [[κάτω]] ή ισχυρά («τἄμπαλιν δὲ τῶνδε γαίᾳ κάτοχ' ἀμαυροῦσθαι σκότῳ», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>8.</b> αυτός που διατελεί υπό το [[κράτος]] κάποιου, υποκείμενος, κυριευμένος, υποταγμένος (α. «οὐ μὴ 'ξεγερεῑς τὸν ὕπνῳ κάτοχον», <b>Σοφ.</b><br />β. «εὔκοπον Ἄρει κάτοχον [[γένος]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>9.</b> (για νόσο) [[καταληπτικός]]<br /><b>10.</b> αυτός που πάσχει από [[καταληψία]]<br /><b>11.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[κάτοχος]]<br />α) ο [[λίθος]] που τίθεται [[πάνω]] σε [[μνημείο]]<br />β) η [[λαβή]], το [[χερούλι]]<br />γ) η [[άγκυρα]]<br />δ) ο [[επίδεσμος]]<br />ε) [[μαγεία]], [[ξόρκι]], [[επωδή]]<br />στ) <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ κάτοχοι</i><br />οι προεξοχές του δεύτερου τραχηλικού σπονδύλου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[κατόχως]] (Α)<br /><b>1.</b> με [[μνημονικό]] τρόπο<br /><b>2.</b> με ανεξίτηλα χρώματα<br /><b>3.</b> σε [[κατάσταση]] δυνατής θεϊκής έμπνευσης («ἅτε ἐκ θεοῦ [[κατόχως]] ἐνθουσιῶντα», Αιλ.)<br /><b>4.</b> με [[συνοδεία]] καταληψίας. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |