Anonymous

καινόκουφον: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "οῡ" to "οῦ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καινόκουφον]], τὸ (Α)<br /><b>πάπ.</b> καινούργιο [[βαρέλι]], νέο [[βυτίο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καινός]] <span style="color: red;">+</span> <i>κοῡφος</i>. Ήδη διακρίνεται η [[μεταβολή]] της σημασίας του β' συνθετικού (από «[[ελαφρύς]]» σε «[[κοίλος]]»), από το οποίο προήλθε το νεοελλ. επίθ. [[κούφιος]]].
|mltxt=[[καινόκουφον]], τὸ (Α)<br /><b>πάπ.</b> καινούργιο [[βαρέλι]], νέο [[βυτίο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καινός]] <span style="color: red;">+</span> <i>κοῦφος</i>. Ήδη διακρίνεται η [[μεταβολή]] της σημασίας του β' συνθετικού (από «[[ελαφρύς]]» σε «[[κοίλος]]»), από το οποίο προήλθε το νεοελλ. επίθ. [[κούφιος]]].
}}
}}