Anonymous

δικείν: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "οῡ" to "οῦ"
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=δικεῖν (Α)<br />Ι. (απαρέμφ. αορ.)<br /><b>1.</b> [[ρίχνω]]<br /><b>2.</b> [[βάλλω]], [[χτυπώ]]<br />II. (μτχ. αορ.) [[δικών]], -οῡσα, -όν<br />αυτός που έρριξε, που χτύπησε.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για το απαρέμφ. του αορ. <i>έδικον</i>, του οποίου δεν απαντά ενεστώτας. Είναι αβέβαιης ετυμολ. με μόνη πιθανή τη [[σύνδεση]] με το [[δείκνυμι]], αν ληφθεί υπ' όψιν η [[έννοια]] της κατευθύνσεως, διευθύνσεως, η οποία ενυπάρχει στο [[ρήμα]]].
|mltxt=δικεῖν (Α)<br />Ι. (απαρέμφ. αορ.)<br /><b>1.</b> [[ρίχνω]]<br /><b>2.</b> [[βάλλω]], [[χτυπώ]]<br />II. (μτχ. αορ.) [[δικών]], -οῦσα, -όν<br />αυτός που έρριξε, που χτύπησε.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για το απαρέμφ. του αορ. <i>έδικον</i>, του οποίου δεν απαντά ενεστώτας. Είναι αβέβαιης ετυμολ. με μόνη πιθανή τη [[σύνδεση]] με το [[δείκνυμι]], αν ληφθεί υπ' όψιν η [[έννοια]] της κατευθύνσεως, διευθύνσεως, η οποία ενυπάρχει στο [[ρήμα]]].
}}
}}