Anonymous

λοιμός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "οῡ" to "οῦ"
m (Text replacement - "Homer down" to "Homer down")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[λοιμός]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />λοιμώδες [[νόσημα]] που χαρακτηρίζεται από [[μεγάλη]] [[εξάπλωση]] με τη [[μορφή]], [[κυρίως]], επιδημίας και από τη [[βαριά]] [[πορεία]] του<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />η επιδημική [[νόσος]] [[πανώλης]], η [[πανούκλα]] («οὐ [[μέντοι]] τοσοῡτός γε λοιμὸς οὐδὲ φθορὰ [[οὕτως]] ἀνθρώπων οὐδαμοῡ ἐμνημονεύετο [[γενέσθαι]]», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> όλεθρος, [[καταστροφή]]<br /><b>2.</b> (<b>ως ουσ. και ως επίθ.</b>) αυτός που επιφέρει τον όλεθρο, [[φθοροποιός]], [[καταστρεπτικός]] (α. «οἱ χείριστοι καὶ τοῖς θεοῑς ἐχθροὶ καὶ λοιμῶν αἴτιοι», <b>Πολ.</b><br />β. «μὴ δῷς τὴν δούλην σου εἰς [[θυγατέρα]] λοιμήν», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. θεωρείται συγγενές με το [[λιμός]], [[οπότε]] ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>lοι</i>- της ΙΕ ρίζας <i>leı</i>- «[[αδυνατίζω]], αποδυναμώνομαι» ([[πρβλ]]. λιθουαν. <i>liesas</i> «[[αδύνατος]]»). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], συνδέεται με το [[λοιγός]]. (Η [[γλώσσα]] του Ησυχίου <i>λοιτός</i>: [[λοιμός]] θεωρείται λανθασμένη [[γραφή]] [[αντί]] [[λοιγός]]: [[λοιμός]]). Έχει [[επίσης]] υποστηριχθεί ότι το [[λοιμός]] προήλθε από συμφυρμό τών [[λοιγός]] και [[λιμός]]. Τέλος, υποστηρίχθηκε και η συγγένειά του με το [[λείβω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[λοιμικός]], [[λοιμώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λοιμεύομαι]], [[λοίμιος]], [[λοιμότης]], [[λοιμώσσω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[λοιμοποιός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λοιμόβλητος]], [[λοιμογόνος]], <i>λοιμοκαθαρτήριος</i>].
|mltxt=ο (AM [[λοιμός]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />λοιμώδες [[νόσημα]] που χαρακτηρίζεται από [[μεγάλη]] [[εξάπλωση]] με τη [[μορφή]], [[κυρίως]], επιδημίας και από τη [[βαριά]] [[πορεία]] του<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />η επιδημική [[νόσος]] [[πανώλης]], η [[πανούκλα]] («οὐ [[μέντοι]] τοσοῦτός γε λοιμὸς οὐδὲ φθορὰ [[οὕτως]] ἀνθρώπων οὐδαμοῦ ἐμνημονεύετο [[γενέσθαι]]», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> όλεθρος, [[καταστροφή]]<br /><b>2.</b> (<b>ως ουσ. και ως επίθ.</b>) αυτός που επιφέρει τον όλεθρο, [[φθοροποιός]], [[καταστρεπτικός]] (α. «οἱ χείριστοι καὶ τοῖς θεοῑς ἐχθροὶ καὶ λοιμῶν αἴτιοι», <b>Πολ.</b><br />β. «μὴ δῷς τὴν δούλην σου εἰς [[θυγατέρα]] λοιμήν», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. θεωρείται συγγενές με το [[λιμός]], [[οπότε]] ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>lοι</i>- της ΙΕ ρίζας <i>leı</i>- «[[αδυνατίζω]], αποδυναμώνομαι» ([[πρβλ]]. λιθουαν. <i>liesas</i> «[[αδύνατος]]»). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], συνδέεται με το [[λοιγός]]. (Η [[γλώσσα]] του Ησυχίου <i>λοιτός</i>: [[λοιμός]] θεωρείται λανθασμένη [[γραφή]] [[αντί]] [[λοιγός]]: [[λοιμός]]). Έχει [[επίσης]] υποστηριχθεί ότι το [[λοιμός]] προήλθε από συμφυρμό τών [[λοιγός]] και [[λιμός]]. Τέλος, υποστηρίχθηκε και η συγγένειά του με το [[λείβω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[λοιμικός]], [[λοιμώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λοιμεύομαι]], [[λοίμιος]], [[λοιμότης]], [[λοιμώσσω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[λοιμοποιός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λοιμόβλητος]], [[λοιμογόνος]], <i>λοιμοκαθαρτήριος</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm