Anonymous

λινοῦς: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "οῡ" to "οῦ"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -oύv (AM λινοῡς, -ῆ, -ούν, Α ασυναίρ. τ. [[λίνεος]], -έα, -ον, θηλ. και -έη) [[λίνον]]<br />κατασκευασμένος από ίνες λιναριού, [[λινός]] («ίματίῳ λινῷ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ λινέη</i><br />[[μέτρο]], [[κορδέλα]] που χρησιμοποιούσαν στις οικοδομές.
|mltxt=-ή, -oύv (AM λινοῦς, -ῆ, -ούν, Α ασυναίρ. τ. [[λίνεος]], -έα, -ον, θηλ. και -έη) [[λίνον]]<br />κατασκευασμένος από ίνες λιναριού, [[λινός]] («ίματίῳ λινῷ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ λινέη</i><br />[[μέτρο]], [[κορδέλα]] που χρησιμοποιούσαν στις οικοδομές.
}}
}}
{{lsm
{{lsm