3,274,921
edits
m (Text replacement - "as Adv." to "as adverb") |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (ΑM [[μέρος]])<br /><b>1.</b> [[τμήμα]] ενός όλου, [[τεμάχιο]], [[κομμάτι]] (α. «γκρεμίστηκε ένα [[μέρος]] του τοίχου» β. «[[κίνησις]] γὰρ αὕτη δὴ [[μεγίστη]] τοῖς Ἕλλησιν ἐγένετο καὶ μέρει τινὶ τῶν βαρβάρων», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτό που αναλογεί στον καθένα, [[μερίδιο]], [[μέρισμα]], [[μερτικό]] («πήρε το [[μέρος]] του από τα χρήματα της κληρονομιάς και έφυγε στα [[ξένα]]»<br /><b>3.</b> [[τοποθεσία]], [[περιοχή]] (α. «έχτισαν το [[σπίτι]] σε [[ωραίο]] [[μέρος]]» β. «καὶ νῦν ἐσμὲν ἐν Κάδης πόλει, ἐκ μέρους τῶν ὁρίων σου», ΠΔ)<br /><b>4.</b> [[τμήμα]] τόπου, [[θέση]], [[σημείο]], [[πλευρά]] (α. «καθόταν στο αριστερό [[μέρος]]» β.«καὶ δούλκιον ἐποίει ὁ [[κύριος]] Θεοφύλακτος ὁ Πατριάρχης ἐπὶ τὸ [[μέρος]] τοῦ εὐκτηρίου», Κ. Πορφ.)<br /><b>5.</b> η [[συμμετοχή]] κάποιου σε ένα [[έργο]] ή σε μια [[πράξη]] (α. «έχει κι αυτός ένα [[μέρος]] της ευθύνης για την [[περίθαλψη]] τών σεισμοπλήκτων» β. «αὐτῶν τῶν ἔργων, δι' [[ἅπερ]] ἡ [[πόλις]] ἐσώθη οὐκ ἔλαττον [[μέρος]] οἱ ἐμοὶ πρόγονοι συνεβάλοντο», Ανδοκ.)<br /><b>6.</b> [[τμήμα]] ή [[σημείο]] του σώματος (α. «σε ποιο [[μέρος]] πονάς;» β. «τῶν τοῦ σώματος αὐτοῦ μελῶν καὶ μερῶν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>7.</b> (για λόγο) [[τμήμα]] κειμένου, [[χωρίο]], [[απόσπασμα]] («διάβασε ένα [[μέρος]] μόνο από την εισήγησή του»)<br /><b>8.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ομάδα]], [[τάξη]] («καὶ μὴ τῇ προαιρέσει τῶν κοινῶν ἐν τῷ τῶν ἐναντίων μέρει τετάχθαι», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «μέρη του λόγου»<br /><b>γραμμ.</b> οι μεγάλες ομάδες τών λέξεων στις οποίες υποδιαιρείται το γλωσσικό υλικό [[κάθε]] γλώσσας με [[βάση]] τον τύπο τους ή με [[βάση]] τη [[λειτουργία]] τους στη [[σύνταξη]]<br />β) «[[κατά]] [[μέρος]]» — ιδιαιτέρως, ξεχωριστά, κατ' ιδίαν<br />γ) «εκ μέρους κάποιου» ή «από μέρους κάποιου» από πλευράς κάποιου<br />από κάποιον, σε ό,τι αφορά κάποιον<br />δ) «ο επί μέρους» — ο [[μερικός]], ο [[λεπτομερειακός]], ο [[ιδιαίτερος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τόπος]] καταγωγής, [[πατρίδα]] («θα πάνε [[πάλι]] στα μέρη τους»)<br /><b>2.</b> [[θεατρικός]] [[ρόλος]]<br /><b>3.</b> κοινωνική, στρατιωτική ή [[πολιτική]] [[δράση]], [[ενεργός]] [[συμμετοχή]]<br /><b>4.</b> (κατ' ευφημ.) [[αποχωρητήριο]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[λαμβάνω]] [[μέρος]]» ή «έχω [[μέρος]]» ή «[[παίρνω]] [[μέρος]]» — [[μετέχω]], [[συμμετέχω]]<br />β) «[[αφήνω]] [[κατά]] [[μέρος]]» ή «[[βάζω]] [[κατά]] [[μέρος]]» ή «έχω [[κατά]] [[μέρος]]»<br />i) [[παραμερίζω]], δεν [[χρησιμοποιώ]]<br />ii) [[τοποθετώ]] [[κάτι]] σε ιδιαίτερη [[θέση]], [[αποταμιεύω]], [[φυλάγω]]<br />iii) [[απορρίπτω]]<br />γ) «εν μέρει» — [[μερικώς]], [[κάπως]], ώς έναν βαθμό<br />δ) «[[έρχομαι]] με το [[μέρος]] κάποιου» ή «[[παίρνω]] το [[μέρος]] κάποιου» ή «[[πηγαίνω]] με το [[μέρος]] κάποιου» — [[υπερασπίζω]], [[υποστηρίζω]], [[ακολουθώ]] τις απόψεις κάποιου<br />ε) «τί [[μέρος]] του λόγου [[είναι]] αυτός ο [[άνθρωπος]]» — τί [[λογής]] [[είναι]] ο [[άνθρωπος]] αυτός, ποιο [[είναι]] το [[ποιόν]] ή ποια [[είναι]] η [[αξία]] του; στ) «[[μέρος]] και όλο(ν)»<br /><b>(φιλοσ.)</b> φιλοσοφικές κατηγορίες που δηλώνουν ένα [[σύνολο]] δυναμικά δομημένο και σχετικά σταθερό, ένα ολοκληρωμένο [[σύστημα]] χαρακτηριζόμενο από την ύπαρξη σύνθετων δεσμών, αμοιβαίων δράσεων και αλληλεπιδράσεων [[μεταξύ]] τών συστατικών στοιχείων του συνόλου, αφ' ενός, και [[μεταξύ]] τών στοιχείων αυτών και του συνόλου, αφ' ετέρου<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> (για άτομα, ομάδες, οργανισμούς, χώρες ή κράτη) [[καθένας]] από τους μετέχοντες σε μια οικονομική, [[πολιτική]] κ.ά. φύσης [[σύμβαση]] ή σε μια [[κοινή]] [[ενέργεια]] («τα συμβαλλόμενα μέρη αποφάσισαν να συνεργαστούν στενότερα σε όλους τους τομείς»)<br /><b>2.</b> αντίδικη [[πλευρά]], [[διάδικος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «εκ μέρους κάποιου» ή «ἐκ τὸ [[μέρος]] κάποιου» — εξ ονόματος κάποιου<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> η στρατιωτική [[μονάδα]] που αποτελούνταν από δύο ή από [[τρεις]] μοίρες<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «.ἄνω μέρου» — περισσότερο<br />β) «ἀπάνω μέρου» — [[προηγουμένως]], [[παραπάνω]]<br />γ) «εἰς κάποιον [[μέρος]]» — [[κάπως]], ώς έναν βαθμό<br />δ) «εἰς [[μέρος]]» — [[παράμερα]], στην [[άκρη]]<br />ε) «[[γίνομαι]] εἰς [[μέρος]]» — αποχωρίζομαι, αποσχίζομαι<br />στ) «ἔχω [[μέρος]] εἰς [[κάτι]]»<br />i) [[συμμετέχω]]<br />ii) ενέχομαι<br />ζ) «έχω [[μέρος]] με κάποιον»<br />i) σχετίζομαι, [[συνδέομαι]]<br />ii) [[μοιάζω]]<br />η) «[[θέτω]] εις [[μέρος]]» — [[παραμερίζω]], [[αποβάλλω]]<br />θ) «κόβονται τά μέρη μου» — [[αποκάμνω]], [[παραλύω]]<br />(μσν.-αρχ.)·1. [[τμήμα]], [[υποδιαίρεση]] στρατεύματος<br /><b>2.</b> (στον ιππόδρομο) η [[φατρία]]<br /><b>3.</b> (η αιτ. ως επίρρ.) [[μερικώς]], εν μέρει («ὃ διὰ τὴν ὕλην [[μέρος]] τι ἐγένετο», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μοίρα]], πεπρωμένο («ἔχετον | |mltxt=το (ΑM [[μέρος]])<br /><b>1.</b> [[τμήμα]] ενός όλου, [[τεμάχιο]], [[κομμάτι]] (α. «γκρεμίστηκε ένα [[μέρος]] του τοίχου» β. «[[κίνησις]] γὰρ αὕτη δὴ [[μεγίστη]] τοῖς Ἕλλησιν ἐγένετο καὶ μέρει τινὶ τῶν βαρβάρων», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτό που αναλογεί στον καθένα, [[μερίδιο]], [[μέρισμα]], [[μερτικό]] («πήρε το [[μέρος]] του από τα χρήματα της κληρονομιάς και έφυγε στα [[ξένα]]»<br /><b>3.</b> [[τοποθεσία]], [[περιοχή]] (α. «έχτισαν το [[σπίτι]] σε [[ωραίο]] [[μέρος]]» β. «καὶ νῦν ἐσμὲν ἐν Κάδης πόλει, ἐκ μέρους τῶν ὁρίων σου», ΠΔ)<br /><b>4.</b> [[τμήμα]] τόπου, [[θέση]], [[σημείο]], [[πλευρά]] (α. «καθόταν στο αριστερό [[μέρος]]» β.«καὶ δούλκιον ἐποίει ὁ [[κύριος]] Θεοφύλακτος ὁ Πατριάρχης ἐπὶ τὸ [[μέρος]] τοῦ εὐκτηρίου», Κ. Πορφ.)<br /><b>5.</b> η [[συμμετοχή]] κάποιου σε ένα [[έργο]] ή σε μια [[πράξη]] (α. «έχει κι αυτός ένα [[μέρος]] της ευθύνης για την [[περίθαλψη]] τών σεισμοπλήκτων» β. «αὐτῶν τῶν ἔργων, δι' [[ἅπερ]] ἡ [[πόλις]] ἐσώθη οὐκ ἔλαττον [[μέρος]] οἱ ἐμοὶ πρόγονοι συνεβάλοντο», Ανδοκ.)<br /><b>6.</b> [[τμήμα]] ή [[σημείο]] του σώματος (α. «σε ποιο [[μέρος]] πονάς;» β. «τῶν τοῦ σώματος αὐτοῦ μελῶν καὶ μερῶν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>7.</b> (για λόγο) [[τμήμα]] κειμένου, [[χωρίο]], [[απόσπασμα]] («διάβασε ένα [[μέρος]] μόνο από την εισήγησή του»)<br /><b>8.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ομάδα]], [[τάξη]] («καὶ μὴ τῇ προαιρέσει τῶν κοινῶν ἐν τῷ τῶν ἐναντίων μέρει τετάχθαι», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «μέρη του λόγου»<br /><b>γραμμ.</b> οι μεγάλες ομάδες τών λέξεων στις οποίες υποδιαιρείται το γλωσσικό υλικό [[κάθε]] γλώσσας με [[βάση]] τον τύπο τους ή με [[βάση]] τη [[λειτουργία]] τους στη [[σύνταξη]]<br />β) «[[κατά]] [[μέρος]]» — ιδιαιτέρως, ξεχωριστά, κατ' ιδίαν<br />γ) «εκ μέρους κάποιου» ή «από μέρους κάποιου» από πλευράς κάποιου<br />από κάποιον, σε ό,τι αφορά κάποιον<br />δ) «ο επί μέρους» — ο [[μερικός]], ο [[λεπτομερειακός]], ο [[ιδιαίτερος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τόπος]] καταγωγής, [[πατρίδα]] («θα πάνε [[πάλι]] στα μέρη τους»)<br /><b>2.</b> [[θεατρικός]] [[ρόλος]]<br /><b>3.</b> κοινωνική, στρατιωτική ή [[πολιτική]] [[δράση]], [[ενεργός]] [[συμμετοχή]]<br /><b>4.</b> (κατ' ευφημ.) [[αποχωρητήριο]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[λαμβάνω]] [[μέρος]]» ή «έχω [[μέρος]]» ή «[[παίρνω]] [[μέρος]]» — [[μετέχω]], [[συμμετέχω]]<br />β) «[[αφήνω]] [[κατά]] [[μέρος]]» ή «[[βάζω]] [[κατά]] [[μέρος]]» ή «έχω [[κατά]] [[μέρος]]»<br />i) [[παραμερίζω]], δεν [[χρησιμοποιώ]]<br />ii) [[τοποθετώ]] [[κάτι]] σε ιδιαίτερη [[θέση]], [[αποταμιεύω]], [[φυλάγω]]<br />iii) [[απορρίπτω]]<br />γ) «εν μέρει» — [[μερικώς]], [[κάπως]], ώς έναν βαθμό<br />δ) «[[έρχομαι]] με το [[μέρος]] κάποιου» ή «[[παίρνω]] το [[μέρος]] κάποιου» ή «[[πηγαίνω]] με το [[μέρος]] κάποιου» — [[υπερασπίζω]], [[υποστηρίζω]], [[ακολουθώ]] τις απόψεις κάποιου<br />ε) «τί [[μέρος]] του λόγου [[είναι]] αυτός ο [[άνθρωπος]]» — τί [[λογής]] [[είναι]] ο [[άνθρωπος]] αυτός, ποιο [[είναι]] το [[ποιόν]] ή ποια [[είναι]] η [[αξία]] του; στ) «[[μέρος]] και όλο(ν)»<br /><b>(φιλοσ.)</b> φιλοσοφικές κατηγορίες που δηλώνουν ένα [[σύνολο]] δυναμικά δομημένο και σχετικά σταθερό, ένα ολοκληρωμένο [[σύστημα]] χαρακτηριζόμενο από την ύπαρξη σύνθετων δεσμών, αμοιβαίων δράσεων και αλληλεπιδράσεων [[μεταξύ]] τών συστατικών στοιχείων του συνόλου, αφ' ενός, και [[μεταξύ]] τών στοιχείων αυτών και του συνόλου, αφ' ετέρου<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> (για άτομα, ομάδες, οργανισμούς, χώρες ή κράτη) [[καθένας]] από τους μετέχοντες σε μια οικονομική, [[πολιτική]] κ.ά. φύσης [[σύμβαση]] ή σε μια [[κοινή]] [[ενέργεια]] («τα συμβαλλόμενα μέρη αποφάσισαν να συνεργαστούν στενότερα σε όλους τους τομείς»)<br /><b>2.</b> αντίδικη [[πλευρά]], [[διάδικος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «εκ μέρους κάποιου» ή «ἐκ τὸ [[μέρος]] κάποιου» — εξ ονόματος κάποιου<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> η στρατιωτική [[μονάδα]] που αποτελούνταν από δύο ή από [[τρεις]] μοίρες<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «.ἄνω μέρου» — περισσότερο<br />β) «ἀπάνω μέρου» — [[προηγουμένως]], [[παραπάνω]]<br />γ) «εἰς κάποιον [[μέρος]]» — [[κάπως]], ώς έναν βαθμό<br />δ) «εἰς [[μέρος]]» — [[παράμερα]], στην [[άκρη]]<br />ε) «[[γίνομαι]] εἰς [[μέρος]]» — αποχωρίζομαι, αποσχίζομαι<br />στ) «ἔχω [[μέρος]] εἰς [[κάτι]]»<br />i) [[συμμετέχω]]<br />ii) ενέχομαι<br />ζ) «έχω [[μέρος]] με κάποιον»<br />i) σχετίζομαι, [[συνδέομαι]]<br />ii) [[μοιάζω]]<br />η) «[[θέτω]] εις [[μέρος]]» — [[παραμερίζω]], [[αποβάλλω]]<br />θ) «κόβονται τά μέρη μου» — [[αποκάμνω]], [[παραλύω]]<br />(μσν.-αρχ.)·1. [[τμήμα]], [[υποδιαίρεση]] στρατεύματος<br /><b>2.</b> (στον ιππόδρομο) η [[φατρία]]<br /><b>3.</b> (η αιτ. ως επίρρ.) [[μερικώς]], εν μέρει («ὃ διὰ τὴν ὕλην [[μέρος]] τι ἐγένετο», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μοίρα]], πεπρωμένο («ἔχετον κοινοῦ θανάτου [[μέρος]] [[ἄμφω]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> η [[σειρά]] κάποιου, η [[θέση]], η [[αράδα]] («ὄταν ἥκῃ [[μέρος]] ἔργων» — όταν έλθει η [[σειρά]] τών έργων, <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μαθημ.</b> [[υποδιαίρεση]], [[υποπολλαπλάσιο]]<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ μέρη</i><br />οι παρονομαστές τών κλασμάτων<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «πρὸς [[μέρος]]» — κατ' [[αναλογία]]<br />β) «τὸ ἐμὸν [[μέρος]]» ή «τοὐμὸν [[μέρος]]» — όσον αφορά εμένα<br />γ) «ἀνὰ [[μέρος]]» ή «ἐν μέρει» — [[κατά]] [[σειρά]], [[κατά]] [[διαδοχή]]<br />δ) «ἐν τῷ μέρει» ή «παρὰ τὸ [[μέρος]]» — με τη [[σειρά]] κάποιου<br />ε) «τὸ πλεῖστον [[μέρος]]» ή «ἐκ τοῦ πλείστου μέρους» ή «κατὰ τὸ πολὺ [[μέρος]]» — ως επί το πλείστον<br />στ) «ὁ κατὰ [[μέρος]]» — ο [[ιδιαίτερος]], ο [[μερικός]]<br />ζ) «ἐκ μέρους ή «ἀπὸ μέρους» — [[μερικώς]]<br />η) «[[μέρος]] της λέξεως»<br />i) [[στοιχείο]] του λόγου, της ομιλίας<br />ii) [[λέξη]]<br />θ) «[[τίθημι]] ἐν μέρει τινός» ή «[[εἰμὶ]] ἐν μέρει τινός» ή «[[γίγνομαι]] ἐν μέρει τινός» — [[θεωρώ]] ή θεωρούμαι<br />ι) «ἐν προσθήκης μέρει» — ως πρόσθετο, ως [[παράρτημα]]<br />ια) «εἰς [[μέρος]] τινός κατατίθεμαι» — [[θεωρώ]] ως [[κάτι]]<br />ιβ) «ἐν οὐδενὸς μέρει»<br />(<b>για πρόσ.</b>) [[ανάξιος]] λόγου, [[ασήμαντος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μερ</i>- του [[μείρομαι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μερίς]](-<i>ίδα</i>), [[μερίδιο]](<i>ν</i>), [[μερικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μέρεια]]<br />(αρχ.-μνσ.) [[μερίτης]]<b>μσν.</b> [[μεράδιος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[μεριά]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[μέροθεν]], [[μεράρχης]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μεροποιός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μέραρχος]], [[μερολήπτης]]. (Β' συνθετικό) α) σε -<i>μερής</i>: [[αδρομερής]], [[ανομοιομερής]], [[διμερής]], [[εξαμερής]], [[επταμερής]], [[ετερομερής]], [[ισομερής]], [[λεπτομερής]], [[μονομερής]], [[οκταμερής]], [[ομοιομερής]], [[πενταμερής]], [[τετραμερής]], [[τριμερής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αμερής]], [[μεγαλομερής]], [[μικρομερής]], [[ολομερής]], [[ποδομερής]], [[υπεπιμερής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αμφιμερής</i>, [[ανισομερής]], [[αυξομερής]], [[ολιγομερής]], [[πολυμερής]]<br />β) σε -[[μέρος]]: <b>νεοελλ.</b> [[απόμερος]], <i>μονόμερος</i>. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |