Anonymous

μελέτη: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "οῡ" to "οῦ"
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (ΑM [[μελέτη]], Α δωρ. τ. μελέτα)<br />η [[ενέργεια]] του [[μελετώ]], επισταμένη [[έρευνα]], [[ανάλυση]] και [[σπουδή]] για [[εκμάθηση]] ή [[κατανόηση]] (α. «η [[μελέτη]] τών ηθών και τών εθίμων του λαού» β. «[[μελέτη]] δὲ [[πάλιν]] καινὴν ἐμποιοῡσα ἀντὶ τῆς άπιούσης μνήμην σώζει τὴν επιστήμην», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> μεθοδική [[διαπραγμάτευση]] και [[έκθεση]], [[ιδίως]] γραπτή, ενός ειδικού θέματος, [[πραγματεία]] («[[μελέτη]] για το [[θέατρο]] της Επιδαύρου»)<br /><b>2.</b> [[συστηματικός]] [[επιστημονικός]] [[σχεδιασμός]] και [[προγραμματισμός]] της κατασκευής ενός έργου («η [[μελέτη]] για το [[μετρό]] θα ολοκληρωθεί [[σύντομα]]»)<br /><b>3.</b> [[διάβασμα]], [[ανάγνωση]] μαθημάτων («[[απόψε]] έχω πολλή [[μελέτη]]»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[σκοπός]], [[σχέδιο]], [[πρόθεση]]<br /><b>2.</b> [[σκέψη]], [[ενθύμηση]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[φροντίδα]], [[πρόνοια]], [[επιμέλεια]], [[μέλημα]], [[μέριμνα]] («[[μελέτη]] δὲ τοι [[ἔργον]] ὀφέλλει», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με [[στράτευμα]]) [[εκγύμναση]], [[άσκηση]], γυμνάσια («καὶ ἐμπειρότεροι ἐγένοντο μετὰ κινδύνων τὰς μελέτας ποιούμενοι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> (σχετικά με ρήτορα) [[δημηγορία]], [[απαγγελία]] λόγου<br /><b>3.</b> (σχετικά με υποκριτή) [[άσκηση]], [[δοκιμή]], [[πρόβα]]<br /><b>4.</b> [[θέμα]], [[υπόθεση]] συζήτησης, [[ιδίως]] ρητορικής («μελέταν δὲ σοφισταῖς Διὸς [[ἕκατι]] πρόσβαλον σεβιζόμενοι», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>5.</b> [[διάλεξη]], [[μάθημα]], [[διδασκαλία]]<br /><b>6.</b> [[ανησυχία]], [[έγνοια]], [[σκοτούρα]] («[[μελέτη]] κατατρύχεσθαι», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>7.</b> [[επιτήδευμα]], [[ασχολία]]<br /><b>8.</b> [[εθισμός]], [[συνήθεια]]<br /><b>9.</b> [[έθος]], [[έθιμο]] («ἅς oἱ πατέρες ἡμῖν παρέδοσαν μελέτας», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>10.</b> <b>ιατρ.</b> [[επιμελής]] [[χρήση]], καλή μεταχείρηση<br /><b>11.</b> (σχετικά με [[αρρώστια]]) απειλητικό [[σύμπτωμα]] ή ανησυχητική [[κατάσταση]]<br /><b>12.</b> <b>φρ.</b> «μελέτην ἔχω τινός» — [[φροντίζω]] για [[κάτι]], [[επιμελούμαι]] [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. υποχωρητ. [[σχηματισμός]] από το ρ. <i>μελετῶ</i> ([[πρβλ]]. [[ἀγάπη]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἀγαπῶ</i>)].<br /> <b>(II)</b><br />[[μελέτη]], ἡ (Α)<br />[[άλλη]] [[ονομασία]] του φυτού [[χαμαιλέων]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (ΑM [[μελέτη]], Α δωρ. τ. μελέτα)<br />η [[ενέργεια]] του [[μελετώ]], επισταμένη [[έρευνα]], [[ανάλυση]] και [[σπουδή]] για [[εκμάθηση]] ή [[κατανόηση]] (α. «η [[μελέτη]] τών ηθών και τών εθίμων του λαού» β. «[[μελέτη]] δὲ [[πάλιν]] καινὴν ἐμποιοῦσα ἀντὶ τῆς άπιούσης μνήμην σώζει τὴν επιστήμην», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> μεθοδική [[διαπραγμάτευση]] και [[έκθεση]], [[ιδίως]] γραπτή, ενός ειδικού θέματος, [[πραγματεία]] («[[μελέτη]] για το [[θέατρο]] της Επιδαύρου»)<br /><b>2.</b> [[συστηματικός]] [[επιστημονικός]] [[σχεδιασμός]] και [[προγραμματισμός]] της κατασκευής ενός έργου («η [[μελέτη]] για το [[μετρό]] θα ολοκληρωθεί [[σύντομα]]»)<br /><b>3.</b> [[διάβασμα]], [[ανάγνωση]] μαθημάτων («[[απόψε]] έχω πολλή [[μελέτη]]»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[σκοπός]], [[σχέδιο]], [[πρόθεση]]<br /><b>2.</b> [[σκέψη]], [[ενθύμηση]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[φροντίδα]], [[πρόνοια]], [[επιμέλεια]], [[μέλημα]], [[μέριμνα]] («[[μελέτη]] δὲ τοι [[ἔργον]] ὀφέλλει», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με [[στράτευμα]]) [[εκγύμναση]], [[άσκηση]], γυμνάσια («καὶ ἐμπειρότεροι ἐγένοντο μετὰ κινδύνων τὰς μελέτας ποιούμενοι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> (σχετικά με ρήτορα) [[δημηγορία]], [[απαγγελία]] λόγου<br /><b>3.</b> (σχετικά με υποκριτή) [[άσκηση]], [[δοκιμή]], [[πρόβα]]<br /><b>4.</b> [[θέμα]], [[υπόθεση]] συζήτησης, [[ιδίως]] ρητορικής («μελέταν δὲ σοφισταῖς Διὸς [[ἕκατι]] πρόσβαλον σεβιζόμενοι», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>5.</b> [[διάλεξη]], [[μάθημα]], [[διδασκαλία]]<br /><b>6.</b> [[ανησυχία]], [[έγνοια]], [[σκοτούρα]] («[[μελέτη]] κατατρύχεσθαι», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>7.</b> [[επιτήδευμα]], [[ασχολία]]<br /><b>8.</b> [[εθισμός]], [[συνήθεια]]<br /><b>9.</b> [[έθος]], [[έθιμο]] («ἅς oἱ πατέρες ἡμῖν παρέδοσαν μελέτας», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>10.</b> <b>ιατρ.</b> [[επιμελής]] [[χρήση]], καλή μεταχείρηση<br /><b>11.</b> (σχετικά με [[αρρώστια]]) απειλητικό [[σύμπτωμα]] ή ανησυχητική [[κατάσταση]]<br /><b>12.</b> <b>φρ.</b> «μελέτην ἔχω τινός» — [[φροντίζω]] για [[κάτι]], [[επιμελούμαι]] [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. υποχωρητ. [[σχηματισμός]] από το ρ. <i>μελετῶ</i> ([[πρβλ]]. [[ἀγάπη]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἀγαπῶ</i>)].<br /> <b>(II)</b><br />[[μελέτη]], ἡ (Α)<br />[[άλλη]] [[ονομασία]] του φυτού [[χαμαιλέων]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm