3,274,917
edits
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μεταληπτικός]], -ή, -όν (ΑM) [[μεταλαμβάνω]]<br />αυτός που μπορεί να συμμετάσχει σε [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται εξ αντιστροφής, [[αντίστροφος]] («μεταληπτική [[κίνησις]]», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην από κοινού [[συμμετοχή]], ο [[κοινός]], ο [[μέτοχος]] δύο κατηγοριών («τὰ εἰς -ις θηλυκά ὀξύτονα εἰ ἐν τῇ συνθέσει φυλάσσει τὸ θηλυκὸν μόνον [[γένος]]..., εί δὲ μεταληπτικὰ γίνονται καὶ | |mltxt=[[μεταληπτικός]], -ή, -όν (ΑM) [[μεταλαμβάνω]]<br />αυτός που μπορεί να συμμετάσχει σε [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται εξ αντιστροφής, [[αντίστροφος]] («μεταληπτική [[κίνησις]]», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην από κοινού [[συμμετοχή]], ο [[κοινός]], ο [[μέτοχος]] δύο κατηγοριών («τὰ εἰς -ις θηλυκά ὀξύτονα εἰ ἐν τῇ συνθέσει φυλάσσει τὸ θηλυκὸν μόνον [[γένος]]..., εί δὲ μεταληπτικὰ γίνονται καὶ ἀρσενικοῦ γένους», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>3.</b> [[σχετικός]] με την [[αντίρρηση]], με την [[ανταπάντηση]]<br /><b>4.</b> ο αναφερόμενος στη [[χρήση]] λέξεων με διαφορετική [[σημασία]], [[αλληγορικός]]. Επιρρ. <i>μεταληπτικῶς</i> (Α)<br />με [[συμμετοχή]], συμμετοχικώς. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μεταληπτικός:''' (со)причастный: τῆς ὕλης μ. Plut. материальный. | |elrutext='''μεταληπτικός:''' (со)причастный: τῆς ὕλης μ. Plut. материальный. | ||
}} | }} |