3,273,005
edits
m (Text replacement - "Holy of holies" to "Holy of Holies") |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (ΑΜ [[ναός]], Α [[ναιός]] και ιων. τ. [[νηός]] και αιολ. τ. ναῡος και σπαρτιατ. τ. ναFός και αττ. τ. [[νεώς]])<br />[[αρχιτεκτόνημα]] που ήταν αφιερωμένο στη [[λατρεία]] θεού ή ήρωα, ιδιαίτερα δε το εσωτερικό του [[μέρος]] που ήταν ειδικά προορισμένο για τη [[λατρεία]], όπου υπήρχε και το [[άγαλμα]] του θεού (α. «εἴ [[ποτέ]] τοι χαρίεντ' ἐπὶ νηόν ἔρεψα», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />θ. «ναὸς [[δίπτερος]], [[περίπτερος]], ἐν παραστάσι» γ. «ὅ δὲ Ἥρας ὁ κλεινὸς [[ναός]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (στη χριστ. [[λατρεία]]) [[τόπος]] λατρείας του Θεού, η [[εκκλησία]] («ο [[ναός]] του Αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[τόπος]] ή [[κτήριο]] όπου ασκείται μια υψηλή [[λειτουργία]] ή θεραπεύεται σημαντική πνευματική [[αποστολή]] (α. «[[ναός]] της τέχνης» β. «[[ναός]] της Θέμιδος» — το δικαστήριο<br />γ. «[[ναός]] της επιστήμης» — το [[πανεπιστήμιο]])<br /><b>3.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) η [[φύση]] ως [[κατοικητήριο]] του Θεού («η χτίσις έγινε [[ναός]] που [[ολούθε]] λαμπυρίζει», <b>Σολωμ.</b>)<br /><b>4.</b> (ειδικά) [[αίθουσα]] συνεδριάσεων τών τεκτόνων, αλλ. [[εργαστήριο]]<br />(<b>νεοελλ.-μσν.</b>) (γενικά) [[τόπος]] προσευχής και λατρείας τών οπαδών οποιασδήποτε θρησκείας (α. «[[ναός]] του Απόλλωνος» β. «[[ναός]] του Βούδα» γ. «[[ναός]] του Σολομώντος»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> η [[κατοικία]] του Θεού στον ουρανό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μικρό φορητό [[ομοίωμα]] ναού («τὸ δὲ [[ἄγαλμα]] ἐὰν ἐν νηῷ μικρῷ ξυλίνω», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) το [[σώμα]] του Χριστού («λύσατε τὸν ναόν τοῦτον καὶ ἐν τρισὶν ἡμέραις ἐγερῶ αυτόν», ΚΔ)<br />β) το [[σώμα]] τῶν χριστιανῶν ως [[σκήνωμα]] τῆς ψυχής που λατρεύει τον Θεό («οὐκ οἴδατε ὅτι ναὸς | |mltxt=ο (ΑΜ [[ναός]], Α [[ναιός]] και ιων. τ. [[νηός]] και αιολ. τ. ναῡος και σπαρτιατ. τ. ναFός και αττ. τ. [[νεώς]])<br />[[αρχιτεκτόνημα]] που ήταν αφιερωμένο στη [[λατρεία]] θεού ή ήρωα, ιδιαίτερα δε το εσωτερικό του [[μέρος]] που ήταν ειδικά προορισμένο για τη [[λατρεία]], όπου υπήρχε και το [[άγαλμα]] του θεού (α. «εἴ [[ποτέ]] τοι χαρίεντ' ἐπὶ νηόν ἔρεψα», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />θ. «ναὸς [[δίπτερος]], [[περίπτερος]], ἐν παραστάσι» γ. «ὅ δὲ Ἥρας ὁ κλεινὸς [[ναός]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (στη χριστ. [[λατρεία]]) [[τόπος]] λατρείας του Θεού, η [[εκκλησία]] («ο [[ναός]] του Αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[τόπος]] ή [[κτήριο]] όπου ασκείται μια υψηλή [[λειτουργία]] ή θεραπεύεται σημαντική πνευματική [[αποστολή]] (α. «[[ναός]] της τέχνης» β. «[[ναός]] της Θέμιδος» — το δικαστήριο<br />γ. «[[ναός]] της επιστήμης» — το [[πανεπιστήμιο]])<br /><b>3.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) η [[φύση]] ως [[κατοικητήριο]] του Θεού («η χτίσις έγινε [[ναός]] που [[ολούθε]] λαμπυρίζει», <b>Σολωμ.</b>)<br /><b>4.</b> (ειδικά) [[αίθουσα]] συνεδριάσεων τών τεκτόνων, αλλ. [[εργαστήριο]]<br />(<b>νεοελλ.-μσν.</b>) (γενικά) [[τόπος]] προσευχής και λατρείας τών οπαδών οποιασδήποτε θρησκείας (α. «[[ναός]] του Απόλλωνος» β. «[[ναός]] του Βούδα» γ. «[[ναός]] του Σολομώντος»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> η [[κατοικία]] του Θεού στον ουρανό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μικρό φορητό [[ομοίωμα]] ναού («τὸ δὲ [[ἄγαλμα]] ἐὰν ἐν νηῷ μικρῷ ξυλίνω», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) το [[σώμα]] του Χριστού («λύσατε τὸν ναόν τοῦτον καὶ ἐν τρισὶν ἡμέραις ἐγερῶ αυτόν», ΚΔ)<br />β) το [[σώμα]] τῶν χριστιανῶν ως [[σκήνωμα]] τῆς ψυχής που λατρεύει τον Θεό («οὐκ οἴδατε ὅτι ναὸς Θεοῦ ἐστε», ΚΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>vaσ</i>-<i>Foς</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>νασ</i>- του [[ναίω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>νάσ</i>-<i>yω</i>) «κατοικῶ» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] <i>Fo</i>-<i>ς</i>. Ο [[ναός]] [[είναι]] [[επομένως]] η «[[κατοικία]]» του θεού. Η [[ετυμολογία]] αυτή [[είναι]] [[πράγματι]] πειστική, ενώ η σημιτική [[προέλευση]] της λ. ή η προταθείσα σύνδεσή της με τον αρχ. ινδ. τ. <i>nasas</i> «μεγάλο [[σπίτι]]» δεν γίνονται [[σήμερα]] αποδεκτές. Ο αττ. τ. [[νεώς]] έχει προέλθει από τον ιων. τ. [[νηός]] με [[αντιμεταχώρηση]], [[ήτοι]]: <i>νᾱός</i> > [[νηός]] > [[νεώς]] (<b>πρβλ.</b> και <i>λᾱός</i> > [[ληός]] > [[λεώς]]). Η λ. εμφανίζεται πιθ. στο μυκηναϊκό <i>nawijo</i> «ο προερχόμενος από ναό», ενώ κατ' άλλους ο τ. συνδέεται με το <i>ναϋς</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>ναϊδιο</i>(<i>ν</i>), [[ναΐσκος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ναεύω]], [[ναϊκός]], <i>ναώ</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό <i>ναο</i>-) <b>αρχ.</b> [[ναοδόμος]], [[ναοειδής]], [[ναοθέσιον]], [[ναοπόλος]], [[ναουργός]], [[ναοφόρος]], [[ναοφύλαξ]]. (Α' συνθετικό <i>νεω</i>-) [[νεωκόρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[νεωποιός]]. (Β' συνθετικό) [[πρόναος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[καλλίναος]], [[ομόναος]], [[πολύναος]], [[σύνναος]], [[χαλκίναος]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |