Anonymous

ος: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  13 June 2022
m
Text replacement - "οῡ" to "οῦ"
m (Text replacement - "δεῑ" to "δεῖ")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />η, ο (ΑΜ ὅς, ἥ, ὅ, Α αρσ. και ὃ)<br />(αναφ. αντων.)<br /><b>1.</b> ο [[οποίος]] (α. «ο [[περί]] ου ο [[λόγος]]» — αυτός για τον οποίο μιλάμε<br />β. «φίλον [[θάλος]], ὃν τέκον αὐτή», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «καθ' ο», «καθ' α» και, με συντμ., «[[καθό]]», «[[καθά]]»<br />i) λόγω του ότι<br />ii) ακριβώς όπως<br />β) «δι' ο» και, με συντμ., «διό» — γι'αυτό<br />γ) «ό εστι» — [[δηλαδή]]<br />δ) «ο μη γένοιτο» — [[απευχή]] για να μη γίνει [[κάτι]]<br />ε) «αφ' ου» — <b>βλ.</b> [[αφού]]<br />στ) «εξ ου»<br />i) εκ τούτου<br />ii) από [[τότε]] που<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «εκ τών ων ου [[άνευ]]» — από τα απαραίτητα<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. ΚΛΙΣΗ: Α. (<b>στον εν.</b>)<br /><b>1.</b> <b>γεν.</b> <i>οὗς</i>, <i>ἧς</i>, <i>οὗ</i>, επικ. τ. αρσ. <i>ὅου</i>, επικ. τ. θηλ. <i>ἕης</i><br /><b>2.</b> <b>δοτ.</b> <i>ᾧ</i>, <i>ᾗ</i>, <i>ᾧ</i><br /><b>3.</b> <b>(αιτ.)</b> <i>ὅν</i>, <i>ἥν</i>, <i>ὅ</i><br />Β. <b>στον πληθ.</b><br /><b>1.</b> <b>(ονομ.)</b> <i>οἵ</i>, <i>αἵ</i>, <i>ἂ</i><br /><b>2.</b> <b>γεν.</b> <i>ὧν</i><br /><b>3.</b> <b>δοτ.</b> <i>οἷς</i>, <i>αἱς</i>, <i>οἷς</i>, αρσ. και ουδ. και <i>οἷσι</i>, θηλ. και <i>αἷσι</i> και <i>ᾗς</i> και <i>ᾗσι</i><br /><b>4.</b> <b>(αιτ.)</b> <i>οὕς</i>, <i>ἅς</i>, <i>ἅ</i><br />II (ως ΔΕΙΚΤ. ΑΝΤΩΝ.) (συν.ακολουθείται από τους συνδ. <i>και</i> ή <i>γαρ</i>) αυτός<br />III (ως ΑΝΑΦ. ΑΝΤΩΝ.) Α. ΧΡΗΣΗ: 1. [[κυρίως]] συμφωνεί [[κατά]] [[γένος]] [[προς]] το όνομα ή την [[αντωνυμία]] της προηγούμενης πρότασης στην οποία αναφέρεται, πολλές φορές όμως: α) το αναφορικό μπορεί να συμφωνεί με το [[γένος]] [[αυτού]] που εννοείται και όχι [[αυτού]] που δηλώνεται («τέκνων, οὓς ἤγαγε», <b>Ευρ.</b>)<br />β) όταν το όνομα που προσδιορίζεται στον ενικό εννοεί ολόκληρη [[τάξη]], το αναφορικό ακολουθεί στον πληθυντικό («[[κῆτος]], ἅ μύρια βόσκει... [[Ἀμφιτρίτη]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />γ) και το αντίθετο, όταν δηλ. αναφορικό στον ενικό αριθμό προσδιορίζει δεικτικό πληθυντικού αριθμού<br />δ) μερικές φορές το αναφορικό τίθεται σε ουδ. [[γένος]] και [[έτσι]] συμφωνεί περισσότερο με την [[έννοια]] που ενυπάρχει στο προσδιοριζόμενο [[παρά]] με το ίδιο το προσδιοριζόμενο όνομα («διὰ τὴν πλεονεξίαν, ὃ πᾶσα [[φύσις]] διώκειν πέφυκεν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> το ουδ. της αντων. πολλές φορές βρίσκεται απολύτως σαν να είχε προηγηθεί μια [[φράση]] με την [[έννοια]] [[έτσι]] έχει το [[πράγμα]] («ὃ μὲν πάντων θαυμαστότατον ἀκοῡσαι ὅτι...», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[επίσης]] η αναφορική [[αντωνυμία]] μερικές φορές μπορεί να αναλυθεί σε σύνδεσμο και προσωπική [[αντωνυμία]] («ἄτοπα λέγεις... ὅς γε κελεύεις»<br /><i>ὅτι σύ γε</i>, <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> ανάλογα με τα συμφραζόμενα και τα μόρια που το συνοδεύουν, το αναφορικό μπορεί να εισαγάγει αναφορική τελική ή αναφορική συμπερασματική [[πρόταση]] (α. «πρέσβεις ἄγουσα, οἵπερ φράσωσιν», <b>Θουκ.</b><br />β. «οὐκ ἔστιν οὕτω μῶρος, ὃς θανεῖν ἐρᾷ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> [[συχνά]] και [[αντί]] του [[οίος]] («μαθὼν ὅς εἶ φύσει», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> (συν. στον <b>Ηρόδ.</b> σε πλάγιο λόγο [[αντί]] του <i>όστις</i> ή <i>τις</i>) [[ποιος]] («ὃς ἦν ὁ ἀναδέξας, οὐκ ἔχω εἰπεῖν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>7.</b> (μερικές πτώσεις χρησιμοποιούνται απολύτως) α) (η γεν. εν. αρσ. και η δοτ. εν. του θηλ.) <i>οὗ</i>, <i>ᾗ</i>, δωρ. τ. <i>ᾇ</i><br />(τοπικά) όπου («οὗ γὰρ τοιούτων δεῖ, τοιοῦτος εἶμ' ἐγώ», <b>Σοφ.</b>)<br />β) (η δοτ. εν.) <i>οἷ</i><br />i) [[εκεί]] όπου, σε όποιο [[μέρος]]<br />ii) σε ποιο [[σημείο]]<br />γ) (η αιτ. εν. και πληθ. ουδ.) <i>ὅ</i>, <i>ἅ</i><br />i) [[διότι]], [[επειδή]]<br />ii) όθεν, διά τούτο<br />iii) ακριβώς όπως («ὃ γὰρ ἀπέθανε, τῇ ἁμαρτίᾳ ἀπέθανεν [[ἐφάπαξ]], ὃ δὲ ζῇ, ζῇ τῷ Θεῷ», ΚΔ)<br />Β. ΣΥΝΤΑΞΗ: 1. [[κυρίως]] εξαρτάται από το ουσιαστικό ή το [[ρήμα]] της πρότασης και εκφέρεται [[κατά]] τις συντακτικές τους απαιτήσεις<br /><b>2.</b> πολλές φορές όμως συμφωνεί [[κατά]] την [[πτώση]] με τη [[λέξη]] που προσδιορίζεται, [[πράγμα]] το οποίο συμβαίνει συχνότατα στη δεικτική [[αντωνυμία]], η οποία παραλείπεται, ενώ την [[πτώση]] της λαμβάνει το αναφορικό ([[έλξη]] του αναφορικού) ή, το αντίθετο, το προσδιοριζόμενο δεικτικό λαμβάνει την [[πτώση]] του αναφορικού (α. «οὐδὲν ὧν [[λέγω]]» — [[αντί]] <i>οὐδὲν τούτων</i>, <i>ἃ [[λέγω]]», <b>Σοφ.</b><br />β. «τὰς στήλας, ἃς ἵστα, αἱ πλεῡνες» — [[αντί]] <i>τῶν στηλῶν</i>, <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η αναφ. αντων. <i>ὅς</i>, <i>ἥ</i>, <i>ὅ</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>yo</i>-) ανάγεται σε ΙΕ τ. <i>yos</i>, <i>y</i><i>ā</i>, <i>yod</i> και συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>yah</i>, <i>y</i><i>ā</i>, <i>yad</i>, αβεστ. <i>y</i><i>ō</i>, <i>y</i><i>ā</i>, <i>yat</i>, αρχ. σλαβ. <i>ižė</i>, <i>jaže</i>. Στη Λατινική και Ιταλική η αναφ. αντων. <i>qui</i> προέρχεται από εντελώς διαφορετικό θ. Το θ. της αντων. <i>δς</i> είχε αρχικά δεικτική σημ. (<b>πρβλ.</b> θ. <i>e</i>- / <i>ei</i>- / <i>i</i>- του λατ. <i>is</i>). Σε πολλές διαλέκτους, [[αντί]] της αναφ. αντων. χρησιμοποιήθηκε το [[άρθρο]] <i>ὁ</i>, <i>ἡ</i>, <i>το</i> (<b>βλ. λ.</b> <i>ο</i>, <i>η</i>, <i>το</i>). Τέλος, από την αντων. <i>ὅς</i>, <i>ἥ</i>, <i>ὅ</i> παράγονται [[μερικά]] αναφ. επίθ., όπως τα: [[οἷος]] και [[ὅσος]], ενώ το θ. <i>yo</i>- απαντά ως α' συνθετικό σε αναφ. αντων. και επιρρ. (<b>πρβλ.</b> [[οποίος]], [[οπόσος]], <i>όπως</i> <b>κ.λπ.</b>)].<br /> <b>(II)</b><br />ὅς, ἥ, ὅv (Α)<br />(κτητ. αντων.)<br /><b>1.</b> (γ' πρόσ. συνηρ. τ. του <i>εός</i>, <i>εή</i>, <i>εόν</i>, που τίθεται [[πριν]] ή [[μετά]] από το προσδιοριζόμενο όνομα) ο [[δικός]] του («δίδωσιν ἐκγόνοισιν οἷς», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (σπαν. β' πρόσ. [[αντί]] του <i>σος</i>, <i>ση</i>, <i>σον</i>) ο [[δικός]] σου<br /><b>3.</b> (σπανιότατα α' πρόσ. [[αντί]] του [[εμός]], <i>εμή</i>, <i>εμόν</i>) ο [[δικός]] μου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. <i>ε</i>].
|mltxt=<b>(I)</b><br />η, ο (ΑΜ ὅς, ἥ, ὅ, Α αρσ. και ὃ)<br />(αναφ. αντων.)<br /><b>1.</b> ο [[οποίος]] (α. «ο [[περί]] ου ο [[λόγος]]» — αυτός για τον οποίο μιλάμε<br />β. «φίλον [[θάλος]], ὃν τέκον αὐτή», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «καθ' ο», «καθ' α» και, με συντμ., «[[καθό]]», «[[καθά]]»<br />i) λόγω του ότι<br />ii) ακριβώς όπως<br />β) «δι' ο» και, με συντμ., «διό» — γι'αυτό<br />γ) «ό εστι» — [[δηλαδή]]<br />δ) «ο μη γένοιτο» — [[απευχή]] για να μη γίνει [[κάτι]]<br />ε) «αφ' ου» — <b>βλ.</b> [[αφού]]<br />στ) «εξ ου»<br />i) εκ τούτου<br />ii) από [[τότε]] που<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «εκ τών ων ου [[άνευ]]» — από τα απαραίτητα<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. ΚΛΙΣΗ: Α. (<b>στον εν.</b>)<br /><b>1.</b> <b>γεν.</b> <i>οὗς</i>, <i>ἧς</i>, <i>οὗ</i>, επικ. τ. αρσ. <i>ὅου</i>, επικ. τ. θηλ. <i>ἕης</i><br /><b>2.</b> <b>δοτ.</b> <i>ᾧ</i>, <i>ᾗ</i>, <i>ᾧ</i><br /><b>3.</b> <b>(αιτ.)</b> <i>ὅν</i>, <i>ἥν</i>, <i>ὅ</i><br />Β. <b>στον πληθ.</b><br /><b>1.</b> <b>(ονομ.)</b> <i>οἵ</i>, <i>αἵ</i>, <i>ἂ</i><br /><b>2.</b> <b>γεν.</b> <i>ὧν</i><br /><b>3.</b> <b>δοτ.</b> <i>οἷς</i>, <i>αἱς</i>, <i>οἷς</i>, αρσ. και ουδ. και <i>οἷσι</i>, θηλ. και <i>αἷσι</i> και <i>ᾗς</i> και <i>ᾗσι</i><br /><b>4.</b> <b>(αιτ.)</b> <i>οὕς</i>, <i>ἅς</i>, <i>ἅ</i><br />II (ως ΔΕΙΚΤ. ΑΝΤΩΝ.) (συν.ακολουθείται από τους συνδ. <i>και</i> ή <i>γαρ</i>) αυτός<br />III (ως ΑΝΑΦ. ΑΝΤΩΝ.) Α. ΧΡΗΣΗ: 1. [[κυρίως]] συμφωνεί [[κατά]] [[γένος]] [[προς]] το όνομα ή την [[αντωνυμία]] της προηγούμενης πρότασης στην οποία αναφέρεται, πολλές φορές όμως: α) το αναφορικό μπορεί να συμφωνεί με το [[γένος]] [[αυτού]] που εννοείται και όχι [[αυτού]] που δηλώνεται («τέκνων, οὓς ἤγαγε», <b>Ευρ.</b>)<br />β) όταν το όνομα που προσδιορίζεται στον ενικό εννοεί ολόκληρη [[τάξη]], το αναφορικό ακολουθεί στον πληθυντικό («[[κῆτος]], ἅ μύρια βόσκει... [[Ἀμφιτρίτη]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />γ) και το αντίθετο, όταν δηλ. αναφορικό στον ενικό αριθμό προσδιορίζει δεικτικό πληθυντικού αριθμού<br />δ) μερικές φορές το αναφορικό τίθεται σε ουδ. [[γένος]] και [[έτσι]] συμφωνεί περισσότερο με την [[έννοια]] που ενυπάρχει στο προσδιοριζόμενο [[παρά]] με το ίδιο το προσδιοριζόμενο όνομα («διὰ τὴν πλεονεξίαν, ὃ πᾶσα [[φύσις]] διώκειν πέφυκεν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> το ουδ. της αντων. πολλές φορές βρίσκεται απολύτως σαν να είχε προηγηθεί μια [[φράση]] με την [[έννοια]] [[έτσι]] έχει το [[πράγμα]] («ὃ μὲν πάντων θαυμαστότατον ἀκοῦσαι ὅτι...», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[επίσης]] η αναφορική [[αντωνυμία]] μερικές φορές μπορεί να αναλυθεί σε σύνδεσμο και προσωπική [[αντωνυμία]] («ἄτοπα λέγεις... ὅς γε κελεύεις»<br /><i>ὅτι σύ γε</i>, <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> ανάλογα με τα συμφραζόμενα και τα μόρια που το συνοδεύουν, το αναφορικό μπορεί να εισαγάγει αναφορική τελική ή αναφορική συμπερασματική [[πρόταση]] (α. «πρέσβεις ἄγουσα, οἵπερ φράσωσιν», <b>Θουκ.</b><br />β. «οὐκ ἔστιν οὕτω μῶρος, ὃς θανεῖν ἐρᾷ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> [[συχνά]] και [[αντί]] του [[οίος]] («μαθὼν ὅς εἶ φύσει», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> (συν. στον <b>Ηρόδ.</b> σε πλάγιο λόγο [[αντί]] του <i>όστις</i> ή <i>τις</i>) [[ποιος]] («ὃς ἦν ὁ ἀναδέξας, οὐκ ἔχω εἰπεῖν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>7.</b> (μερικές πτώσεις χρησιμοποιούνται απολύτως) α) (η γεν. εν. αρσ. και η δοτ. εν. του θηλ.) <i>οὗ</i>, <i>ᾗ</i>, δωρ. τ. <i>ᾇ</i><br />(τοπικά) όπου («οὗ γὰρ τοιούτων δεῖ, τοιοῦτος εἶμ' ἐγώ», <b>Σοφ.</b>)<br />β) (η δοτ. εν.) <i>οἷ</i><br />i) [[εκεί]] όπου, σε όποιο [[μέρος]]<br />ii) σε ποιο [[σημείο]]<br />γ) (η αιτ. εν. και πληθ. ουδ.) <i>ὅ</i>, <i>ἅ</i><br />i) [[διότι]], [[επειδή]]<br />ii) όθεν, διά τούτο<br />iii) ακριβώς όπως («ὃ γὰρ ἀπέθανε, τῇ ἁμαρτίᾳ ἀπέθανεν [[ἐφάπαξ]], ὃ δὲ ζῇ, ζῇ τῷ Θεῷ», ΚΔ)<br />Β. ΣΥΝΤΑΞΗ: 1. [[κυρίως]] εξαρτάται από το ουσιαστικό ή το [[ρήμα]] της πρότασης και εκφέρεται [[κατά]] τις συντακτικές τους απαιτήσεις<br /><b>2.</b> πολλές φορές όμως συμφωνεί [[κατά]] την [[πτώση]] με τη [[λέξη]] που προσδιορίζεται, [[πράγμα]] το οποίο συμβαίνει συχνότατα στη δεικτική [[αντωνυμία]], η οποία παραλείπεται, ενώ την [[πτώση]] της λαμβάνει το αναφορικό ([[έλξη]] του αναφορικού) ή, το αντίθετο, το προσδιοριζόμενο δεικτικό λαμβάνει την [[πτώση]] του αναφορικού (α. «οὐδὲν ὧν [[λέγω]]» — [[αντί]] <i>οὐδὲν τούτων</i>, <i>ἃ [[λέγω]]», <b>Σοφ.</b><br />β. «τὰς στήλας, ἃς ἵστα, αἱ πλεῡνες» — [[αντί]] <i>τῶν στηλῶν</i>, <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η αναφ. αντων. <i>ὅς</i>, <i>ἥ</i>, <i>ὅ</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>yo</i>-) ανάγεται σε ΙΕ τ. <i>yos</i>, <i>y</i><i>ā</i>, <i>yod</i> και συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>yah</i>, <i>y</i><i>ā</i>, <i>yad</i>, αβεστ. <i>y</i><i>ō</i>, <i>y</i><i>ā</i>, <i>yat</i>, αρχ. σλαβ. <i>ižė</i>, <i>jaže</i>. Στη Λατινική και Ιταλική η αναφ. αντων. <i>qui</i> προέρχεται από εντελώς διαφορετικό θ. Το θ. της αντων. <i>δς</i> είχε αρχικά δεικτική σημ. (<b>πρβλ.</b> θ. <i>e</i>- / <i>ei</i>- / <i>i</i>- του λατ. <i>is</i>). Σε πολλές διαλέκτους, [[αντί]] της αναφ. αντων. χρησιμοποιήθηκε το [[άρθρο]] <i>ὁ</i>, <i>ἡ</i>, <i>το</i> (<b>βλ. λ.</b> <i>ο</i>, <i>η</i>, <i>το</i>). Τέλος, από την αντων. <i>ὅς</i>, <i>ἥ</i>, <i>ὅ</i> παράγονται [[μερικά]] αναφ. επίθ., όπως τα: [[οἷος]] και [[ὅσος]], ενώ το θ. <i>yo</i>- απαντά ως α' συνθετικό σε αναφ. αντων. και επιρρ. (<b>πρβλ.</b> [[οποίος]], [[οπόσος]], <i>όπως</i> <b>κ.λπ.</b>)].<br /> <b>(II)</b><br />ὅς, ἥ, ὅv (Α)<br />(κτητ. αντων.)<br /><b>1.</b> (γ' πρόσ. συνηρ. τ. του <i>εός</i>, <i>εή</i>, <i>εόν</i>, που τίθεται [[πριν]] ή [[μετά]] από το προσδιοριζόμενο όνομα) ο [[δικός]] του («δίδωσιν ἐκγόνοισιν οἷς», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (σπαν. β' πρόσ. [[αντί]] του <i>σος</i>, <i>ση</i>, <i>σον</i>) ο [[δικός]] σου<br /><b>3.</b> (σπανιότατα α' πρόσ. [[αντί]] του [[εμός]], <i>εμή</i>, <i>εμόν</i>) ο [[δικός]] μου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. <i>ε</i>].
}}
}}