Anonymous

παιάνας: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "οῡ" to "οῦ"
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[παιάν]], -ᾱνος, Α επικ. τ. [[παιήων]], -ονος, αττ.-ιων. τ. [[παιών]], -ῶνος, αιολ. τ. [[πάων]])<br />(στην [[αρχαιότητα]]) α) χορικό [[άσμα]], ωδή ή ύμνος [[προς]] τιμήν [[κυρίως]] του Απόλλωνος, [[αλλά]] και της Αρτέμιδος και άλλων θεών, που περιείχε [[ευχαριστία]] για τη [[λύτρωση]] από κάποιο [[κακό]] («μολπῇ θεὸν ἱλάσκοντο, καλὸν ἀείδοντες παιήονα», <b>Ομ.</b>Ι.λ.)<br />β) θριαμβευτικό επινίκιο [[άσμα]] ή πολεμικό [[εμβατήριο]] που έψαλλαν οι στρατιώτες [[πριν]] από ή [[κατά]] τη [[μάχη]]<br />γ) [[μετρικός]] [[πους]] που συνίσταται από [[τρεις]] βραχείες συλλαβές και μία μακρά, δηλ. -∪∪∪ ή ∪_∪∪ ή ∪∪_∪ ή ∪∪∪_<br /><b>νεοελλ.</b><br />θριαμβευτικό [[άσμα]] για κάποια [[επιτυχία]] ή [[επινίκιος]] ύμνος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γιατρός]] («παιὼν γενοῡ τῆσδε μερίμνης», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σωτήρας]], [[λυτρωτής]] («καί μοι Θάνατος Παιὰν ἔλθοι», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[άσμα]] που τραγουδούσαν στα συμπόσια<br /><b>4.</b> <b>ως κύριο όν.</b> ὁ [[Παιάν]], επικ. τ. [[Παιήων]], αττ. ιων. [[Παιών]], αιολ. τ. <i>Πάων</i><br />α) (ως [[προσωνυμία]] του Ασκληπιού) ο [[γιατρός]] τών θεών<br />β) Απόλλων ως [[βοηθός]] και [[λυτρωτής]] [[θεός]] («τὸν Παιῶνά τε καὶ τὰς Μούσας ἐπικαλούμενος», <b>Πλάτ.</b>)<br />γ) [[προσωνυμία]] του [[Διός]], του Ποσειδώνος, [[μετά]] από σεισμό, του Διονύσου, του Ηλίου και του Πανός.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Αρχικός θεωρείται ο τ. <i>παιᾱFων</i> (προβ. αιολ. τ. [[πάων]]) όπως μαρτυρείται στη μυκην. δοτ. <i>pajawone</i> (για το [[επίθημα]] <b>πρβλ.</b> <i>Ἰᾱ</i>[[F]]<i>ονες</i>)<br />Το όνομα, προσηγορικό αρχικά, αποδόθηκε αργότερα ως προσωνύμιο στον Ασκληπιό, στον Απόλλωνα και σε άλλες θεότητες. Ο αττ. και ιων. τ. [[παιών]] έχει προέλθει με [[συναίρεση]] και ο [[τονισμός]] του [[είναι]] αναλογικός με τα συνηρημένα σε -<i>έων</i> / -<i>ών</i> (<b>πρβλ.</b> [[κοιτών]]). Έχει προταθεί η [[σύνδεση]] της λ. με το ρ. [[παίω]] «[[χτυπώ]]», μέσω ενός αμάρτυρου τ. <i>παFιᾶ</i> «[[χτύπημα]]». Σύμφωνα με την [[άποψη]] αυτή, ο Απόλλων θεράπευε τις αρρώστειες με ένα μαγικό [[χτύπημα]]. Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με το ρ. [[παύω]], ενώ δεν αποκλείεται και η [[άποψη]] ότι πρόκειται για ένα [[θεωνύμιο]] του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος ή για δάνεια λ. (πρβ. <i>Παν</i>)].
|mltxt=ο (ΑΜ [[παιάν]], -ᾱνος, Α επικ. τ. [[παιήων]], -ονος, αττ.-ιων. τ. [[παιών]], -ῶνος, αιολ. τ. [[πάων]])<br />(στην [[αρχαιότητα]]) α) χορικό [[άσμα]], ωδή ή ύμνος [[προς]] τιμήν [[κυρίως]] του Απόλλωνος, [[αλλά]] και της Αρτέμιδος και άλλων θεών, που περιείχε [[ευχαριστία]] για τη [[λύτρωση]] από κάποιο [[κακό]] («μολπῇ θεὸν ἱλάσκοντο, καλὸν ἀείδοντες παιήονα», <b>Ομ.</b>Ι.λ.)<br />β) θριαμβευτικό επινίκιο [[άσμα]] ή πολεμικό [[εμβατήριο]] που έψαλλαν οι στρατιώτες [[πριν]] από ή [[κατά]] τη [[μάχη]]<br />γ) [[μετρικός]] [[πους]] που συνίσταται από [[τρεις]] βραχείες συλλαβές και μία μακρά, δηλ. -∪∪∪ ή ∪_∪∪ ή ∪∪_∪ ή ∪∪∪_<br /><b>νεοελλ.</b><br />θριαμβευτικό [[άσμα]] για κάποια [[επιτυχία]] ή [[επινίκιος]] ύμνος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γιατρός]] («παιὼν γενοῦ τῆσδε μερίμνης», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σωτήρας]], [[λυτρωτής]] («καί μοι Θάνατος Παιὰν ἔλθοι», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[άσμα]] που τραγουδούσαν στα συμπόσια<br /><b>4.</b> <b>ως κύριο όν.</b> ὁ [[Παιάν]], επικ. τ. [[Παιήων]], αττ. ιων. [[Παιών]], αιολ. τ. <i>Πάων</i><br />α) (ως [[προσωνυμία]] του Ασκληπιού) ο [[γιατρός]] τών θεών<br />β) Απόλλων ως [[βοηθός]] και [[λυτρωτής]] [[θεός]] («τὸν Παιῶνά τε καὶ τὰς Μούσας ἐπικαλούμενος», <b>Πλάτ.</b>)<br />γ) [[προσωνυμία]] του [[Διός]], του Ποσειδώνος, [[μετά]] από σεισμό, του Διονύσου, του Ηλίου και του Πανός.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Αρχικός θεωρείται ο τ. <i>παιᾱFων</i> (προβ. αιολ. τ. [[πάων]]) όπως μαρτυρείται στη μυκην. δοτ. <i>pajawone</i> (για το [[επίθημα]] <b>πρβλ.</b> <i>Ἰᾱ</i>[[F]]<i>ονες</i>)<br />Το όνομα, προσηγορικό αρχικά, αποδόθηκε αργότερα ως προσωνύμιο στον Ασκληπιό, στον Απόλλωνα και σε άλλες θεότητες. Ο αττ. και ιων. τ. [[παιών]] έχει προέλθει με [[συναίρεση]] και ο [[τονισμός]] του [[είναι]] αναλογικός με τα συνηρημένα σε -<i>έων</i> / -<i>ών</i> (<b>πρβλ.</b> [[κοιτών]]). Έχει προταθεί η [[σύνδεση]] της λ. με το ρ. [[παίω]] «[[χτυπώ]]», μέσω ενός αμάρτυρου τ. <i>παFιᾶ</i> «[[χτύπημα]]». Σύμφωνα με την [[άποψη]] αυτή, ο Απόλλων θεράπευε τις αρρώστειες με ένα μαγικό [[χτύπημα]]. Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με το ρ. [[παύω]], ενώ δεν αποκλείεται και η [[άποψη]] ότι πρόκειται για ένα [[θεωνύμιο]] του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος ή για δάνεια λ. (πρβ. <i>Παν</i>)].
}}
}}