3,274,873
edits
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (ΑΜ [[ὀβελός]], Α δωρ. τ. [[ὀβελός]], θεσσ. τ. ὀβελλός)<br /><b>1.</b> σιδερένια ή ξύλινη λεπτή, αιχμηρή και [[επιμήκης]] [[ράβδος]] [[πάνω]] στην οποία ψήνονται, [[αφού]] διαπεραστούν, τεμάχια κρέατος ή και ολόκληρα σφάγια, η [[σούβλα]]<br /><b>2.</b> μικρή οριζόντια [[γραμμή]] (—) ή [[βέλος]] με το οποίο οι γραμματικοί επισήμαιναν στο [[περιθώριο]] χειρογράφου νόθο [[λέξη]], στίχο ή [[χωρίο]] αρχαίου κειμένου<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[οβελός]] περιεστιγμένος» — [[σημάδι]] τών γραμματικών (με το οποίο δήλωναν περιττό ή πλεονάζον [[χωρίο]], [[ιδίως]] σε φιλοσοφικά συγγράμματα<br />β) «[[οβελός]] μετ' αστερίσκου» — [[σημάδι]] με το οποίο δηλωνόταν ότι έπρεπε να αλλάξει η [[σειρά]] τών στίχων ποιήματος<br /><b>νεοελλ.</b><br />μεταλλική [[ράβδος]], [[εξάρτημα]] τών τουφεκιών παλαιότερων εποχών για [[γόμωση]] ή για καθαρισμό της [[κάννης]], η [[βέργα]]<br /><b>μσν.</b><br />[[βέλος]], [[σαΐτα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οβολός]]<br /><b>2.</b> [[οβελίσκος]], ως ταφικο [[μνημείο]] («ἀνέθηκε ἔργα, ὀβελοὺς δύο λίθινους», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «τὸ θερμὸν τοῦ | |mltxt=ο (ΑΜ [[ὀβελός]], Α δωρ. τ. [[ὀβελός]], θεσσ. τ. ὀβελλός)<br /><b>1.</b> σιδερένια ή ξύλινη λεπτή, αιχμηρή και [[επιμήκης]] [[ράβδος]] [[πάνω]] στην οποία ψήνονται, [[αφού]] διαπεραστούν, τεμάχια κρέατος ή και ολόκληρα σφάγια, η [[σούβλα]]<br /><b>2.</b> μικρή οριζόντια [[γραμμή]] (—) ή [[βέλος]] με το οποίο οι γραμματικοί επισήμαιναν στο [[περιθώριο]] χειρογράφου νόθο [[λέξη]], στίχο ή [[χωρίο]] αρχαίου κειμένου<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[οβελός]] περιεστιγμένος» — [[σημάδι]] τών γραμματικών (με το οποίο δήλωναν περιττό ή πλεονάζον [[χωρίο]], [[ιδίως]] σε φιλοσοφικά συγγράμματα<br />β) «[[οβελός]] μετ' αστερίσκου» — [[σημάδι]] με το οποίο δηλωνόταν ότι έπρεπε να αλλάξει η [[σειρά]] τών στίχων ποιήματος<br /><b>νεοελλ.</b><br />μεταλλική [[ράβδος]], [[εξάρτημα]] τών τουφεκιών παλαιότερων εποχών για [[γόμωση]] ή για καθαρισμό της [[κάννης]], η [[βέργα]]<br /><b>μσν.</b><br />[[βέλος]], [[σαΐτα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οβολός]]<br /><b>2.</b> [[οβελίσκος]], ως ταφικο [[μνημείο]] («ἀνέθηκε ἔργα, ὀβελοὺς δύο λίθινους», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «τὸ θερμὸν τοῦ ὀβελοῦ» — λεγόταν για κάποιον που έπαιρνε [[κάτι]] από [[εκεί]] που δεν έπρεπε να το πάρει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η [[εναλλαγή]] <i>δ</i> / <i>β</i> στους τ. [[ὀδελός]] / [[ὀβελός]] αποδεικνύει την ύπαρξη χειλουπερωικού φθόγγου στη [[ρίζα]] της λ. (IE <i>g</i><sup>w</sup><i>el</i>- «[[δαγκώνω]], [[κεντρίζω]]»). Στην ιων. -αττ. διάλεκτο επικράτησε ο τ. [[ὀβελός]] με χειλικό [[σύμφωνο]], πιθ. κατ' [[επίδραση]] των Συγγενικών σημασιολογικά [[βέλος]] / [[βελόνη]], ενώ ο τ. <i>ὀβελλός</i> εμφανίζει υστερογενή διπλασιασμό του -<i>λ</i>- (<b>πρβλ.</b> και <i>ὠβάλλω</i>). <i>Ο</i> αττ. τ. [[ὀβολός]] έχει προέλθει από [[ὀβελός]] με αφομοιωτική [[τροπή]] του -<i>ε</i>-σε -<i>ο</i>-, πιθ. κατ' [[επίδραση]] των πολλών συνθ. σε -[[βόλος]]. Το αρκτικό ο<br />τών τ. [[πρέπει]] να έχει τη [[θέση]] πρόθεσης (<b>πρβλ.</b> <i>ὀ</i>-[II]). Έχει διατυπωθεί, [[τέλος]], και η [[άποψη]] ότι πρόκειται για δάνειες λ. Αρχικά οι οβελοί (λεπτές σιδερένιες ράβδοι) χρησιμοποιήθηκαν ως [[νόμισμα]] και, αργότερα, έξι οβολοί, όσους ακριβώς μπορούσε να κρατήσει [[κανείς]] στην [[παλάμη]] του, οδήγησαν στην [[καθιέρωση]] της δραχμής ως βασικού νομίσματος στην Αττική (<b>πρβλ.</b> [[δραχμή]] <span style="color: red;"><</span> [[δράττομαι]] «[[κρατώ]] στην [[παλάμη]]»)]. | ||
}} | }} |