Anonymous

μῆκος: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  13 June 2022
m
Text replacement - "οῡ" to "οῦ"
m (Text replacement - "Homer down" to "Homer down")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το (ΑΜ [[μῆκος]], Α δωρ. τ. μᾱκος)<br /><b>1.</b> η [[έκταση]] ενός αντικειμένου από το ένα [[άκρο]] του ώς το [[άλλο]], το [[μάκρος]] (α. «ο [[δρόμος]] έχει [[μήκος]] 10 χλμ.» β. «χαλεπὸν δὲ διὰ πλοῡ [[μῆκος]] ἐν τάξει μεῖναι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> η μεγαλύτερη [[διάσταση]] σώματος ή επίπεδης ορθογώνιας επιφάνειας (α. «το [[μήκος]] της διώρυγας» β. «τὸ [[μῆκος]] καὶ τὸ [[πλάτος]] καὶ τὸ [[ὕψος]] αὐτῆς ἴσα ἐστί», ΚΔ)<br /><b>3.</b> χρονική [[διάρκεια]] («μακρὸν δὲ [[μῆκος]] ἐκτελευτήσας χρόνου», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> (σχετικά με λόγο, [[αγόρευση]] <b>κ.λπ.</b>) [[εκτενής]] [[ανάπτυξη]], [[διεξοδικότητα]] («τοσοῦτο [[μῆκος]] ἔκτεινον λόγου», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>5.</b> (με πρόθ. ή με απλή αιτ. ως επίρρ.) εν εκτάσει, διεξοδικά («εἰπέ μοι μὴ [[μῆκος]], ἀλλὰ [[σύντομα]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «γεωγραφικό [[μήκος]]» ή, [[απλώς]], «[[μήκος]]» — η [[απόσταση]] ενός τόπου από τον Πρώτο Μεσημβρινό, που [[σήμερα]] θεωρείται ως ο Μεσημβρινός του Γκρήνουιτς, ανατολικά ή δυτικά από αυτόν<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>αστρον.</b> η δίεδρη [[γωνία]] που σχηματίζεται για έναν δεδομένο [[τόπο]] ή ένα [[ουράνιο]] [[σώμα]] από το επίπεδο του μεσημβρινού [[αυτού]] του τόπου ή του ουράνιου σώματος και από το επίπεδο ενός άλλου μεσημβρινού αναφοράς<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[γραφείο]] μηκών»<br /><b>αστρον.</b> [[οργανισμός]] ο [[οποίος]] εδρεύει στο Παρίσι και έχει ως [[αποστολή]] την [[ανάπτυξη]] διαφόρων κλάδων της αστρονομίας ως [[προς]] τις εφαρμογές της στη [[γεωγραφία]], στη [[ναυσιπλοΐα]] και στη [[γεωφυσική]]<br />β) «[[μήκος]] κύματος»<br /><b>φυσ.</b> η [[απόσταση]] [[μεταξύ]] δύο σημείων τα οποία πάλλονται με την [[ίδια]] [[φάση]] σε δύο διαδοχικούς παλμούς της ίδιας κίνησης<br />γ) «[[κατά]] [[μήκος]] και [[κατά]] [[πλάτος]]» — εξ ολοκλήρου, πολύ [[λεπτομερώς]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «[[φθάνω]] εἰς [[μῆκος]] ἀνδρός» — [[ανδρώνομαι]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) υψηλό [[ανάστημα]], [[μπόι]]<br /><b>2.</b> [[μέγεθος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[τείχος]]) ύψος («τὸ δὲ [[μῆκος]] ἐστι,... ἑκατοντορόγυιον», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[κατά]] μία [[διάσταση]] [[μέγεθος]]<br /><b>3.</b> [[μεγαλείο]], [[μέγεθος]] («ἐξ οἵης [[τιμῆς]] τε καὶ ὅσσου μήκεος ὄλβου ὧδε πεσών», Εμπ.)<br /><b>4.</b> <b>γραμμ.</b> το να αποτελείται μια [[συλλαβή]] από μακρά φωνήεντα, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τη [[βραχύτητα]]<br /><b>5.</b> η πρώτη [[γραμμή]] της στρατιωτικής [[φάλαγγας]]<br /><b>6.</b> (η δοτ. ως επίρρ.) <i>μήκει</i><br />(αριθμ. τ.) στην πρώτη [[δύναμη]]<br /><b>7.</b> (με πρόθ. ή σε απλή αιτ. ή απλή δοτ. εν. ως επίρρ.) α) [[κατά]] [[μέτρηση]] γραμμική, [[κατά]] [[μήκος]]<br />β) [[κατά]] τον βαθμό της έντασης, [[κατά]] το [[μέγεθος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[μῆκος]] ανάγεται στην απαθή [[βαθμίδα]] της μακρόφωνης ΙΕ ρίζας <i>m</i><i>ā</i><i>k</i>- «[[μακρός]], [[λεπτός]]», στην οποία ανάγεται και η λ. [[μακρός]]. Ο τ. εμφανίζεται ως β' συνθετικό με τη [[μορφή]] -<i>μήκης</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μηκύνω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μηκεδανός]], [[μηκότης]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[μηκικός]], [[μηκόθεν]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μηκίζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>μσν.</b> [[μηκοποιώ]]. (Β' συνθετικό) [[ανισομήκης]], [[επιμήκης]], [[ετερομήκης]], [[ευμήκης]], [[ισομήκης]], [[ουρανομήκης]], [[προμήκης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αμφιμήκης]], [[ανδρομήκης]], <i>απομήκης</i>, <i>αυτομήκης</i>, [[επταμήκης]], [[ηερομήκης]], [[θαμνομήκης]], [[ιδιομήκης]], <i>κεφαλιτοπαραμήκης</i>, [[ορεομήκης]], [[παλιμμήκης]], [[παμμήκης]], [[παραμήκης]], [[περιμήκης]], [[πολυμήκης]], [[στενοεπιμήκης]], [[στενομήκης]], [[ταυτομήκης]], [[τανυμήκης]], [[υπερμήκης]], [[υπομήκης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[διαμήκης]].
|mltxt=το (ΑΜ [[μῆκος]], Α δωρ. τ. μᾱκος)<br /><b>1.</b> η [[έκταση]] ενός αντικειμένου από το ένα [[άκρο]] του ώς το [[άλλο]], το [[μάκρος]] (α. «ο [[δρόμος]] έχει [[μήκος]] 10 χλμ.» β. «χαλεπὸν δὲ διὰ πλοῦ [[μῆκος]] ἐν τάξει μεῖναι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> η μεγαλύτερη [[διάσταση]] σώματος ή επίπεδης ορθογώνιας επιφάνειας (α. «το [[μήκος]] της διώρυγας» β. «τὸ [[μῆκος]] καὶ τὸ [[πλάτος]] καὶ τὸ [[ὕψος]] αὐτῆς ἴσα ἐστί», ΚΔ)<br /><b>3.</b> χρονική [[διάρκεια]] («μακρὸν δὲ [[μῆκος]] ἐκτελευτήσας χρόνου», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> (σχετικά με λόγο, [[αγόρευση]] <b>κ.λπ.</b>) [[εκτενής]] [[ανάπτυξη]], [[διεξοδικότητα]] («τοσοῦτο [[μῆκος]] ἔκτεινον λόγου», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>5.</b> (με πρόθ. ή με απλή αιτ. ως επίρρ.) εν εκτάσει, διεξοδικά («εἰπέ μοι μὴ [[μῆκος]], ἀλλὰ [[σύντομα]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «γεωγραφικό [[μήκος]]» ή, [[απλώς]], «[[μήκος]]» — η [[απόσταση]] ενός τόπου από τον Πρώτο Μεσημβρινό, που [[σήμερα]] θεωρείται ως ο Μεσημβρινός του Γκρήνουιτς, ανατολικά ή δυτικά από αυτόν<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>αστρον.</b> η δίεδρη [[γωνία]] που σχηματίζεται για έναν δεδομένο [[τόπο]] ή ένα [[ουράνιο]] [[σώμα]] από το επίπεδο του μεσημβρινού [[αυτού]] του τόπου ή του ουράνιου σώματος και από το επίπεδο ενός άλλου μεσημβρινού αναφοράς<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[γραφείο]] μηκών»<br /><b>αστρον.</b> [[οργανισμός]] ο [[οποίος]] εδρεύει στο Παρίσι και έχει ως [[αποστολή]] την [[ανάπτυξη]] διαφόρων κλάδων της αστρονομίας ως [[προς]] τις εφαρμογές της στη [[γεωγραφία]], στη [[ναυσιπλοΐα]] και στη [[γεωφυσική]]<br />β) «[[μήκος]] κύματος»<br /><b>φυσ.</b> η [[απόσταση]] [[μεταξύ]] δύο σημείων τα οποία πάλλονται με την [[ίδια]] [[φάση]] σε δύο διαδοχικούς παλμούς της ίδιας κίνησης<br />γ) «[[κατά]] [[μήκος]] και [[κατά]] [[πλάτος]]» — εξ ολοκλήρου, πολύ [[λεπτομερώς]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «[[φθάνω]] εἰς [[μῆκος]] ἀνδρός» — [[ανδρώνομαι]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) υψηλό [[ανάστημα]], [[μπόι]]<br /><b>2.</b> [[μέγεθος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[τείχος]]) ύψος («τὸ δὲ [[μῆκος]] ἐστι,... ἑκατοντορόγυιον», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[κατά]] μία [[διάσταση]] [[μέγεθος]]<br /><b>3.</b> [[μεγαλείο]], [[μέγεθος]] («ἐξ οἵης [[τιμῆς]] τε καὶ ὅσσου μήκεος ὄλβου ὧδε πεσών», Εμπ.)<br /><b>4.</b> <b>γραμμ.</b> το να αποτελείται μια [[συλλαβή]] από μακρά φωνήεντα, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τη [[βραχύτητα]]<br /><b>5.</b> η πρώτη [[γραμμή]] της στρατιωτικής [[φάλαγγας]]<br /><b>6.</b> (η δοτ. ως επίρρ.) <i>μήκει</i><br />(αριθμ. τ.) στην πρώτη [[δύναμη]]<br /><b>7.</b> (με πρόθ. ή σε απλή αιτ. ή απλή δοτ. εν. ως επίρρ.) α) [[κατά]] [[μέτρηση]] γραμμική, [[κατά]] [[μήκος]]<br />β) [[κατά]] τον βαθμό της έντασης, [[κατά]] το [[μέγεθος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[μῆκος]] ανάγεται στην απαθή [[βαθμίδα]] της μακρόφωνης ΙΕ ρίζας <i>m</i><i>ā</i><i>k</i>- «[[μακρός]], [[λεπτός]]», στην οποία ανάγεται και η λ. [[μακρός]]. Ο τ. εμφανίζεται ως β' συνθετικό με τη [[μορφή]] -<i>μήκης</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μηκύνω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μηκεδανός]], [[μηκότης]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[μηκικός]], [[μηκόθεν]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μηκίζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>μσν.</b> [[μηκοποιώ]]. (Β' συνθετικό) [[ανισομήκης]], [[επιμήκης]], [[ετερομήκης]], [[ευμήκης]], [[ισομήκης]], [[ουρανομήκης]], [[προμήκης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αμφιμήκης]], [[ανδρομήκης]], <i>απομήκης</i>, <i>αυτομήκης</i>, [[επταμήκης]], [[ηερομήκης]], [[θαμνομήκης]], [[ιδιομήκης]], <i>κεφαλιτοπαραμήκης</i>, [[ορεομήκης]], [[παλιμμήκης]], [[παμμήκης]], [[παραμήκης]], [[περιμήκης]], [[πολυμήκης]], [[στενοεπιμήκης]], [[στενομήκης]], [[ταυτομήκης]], [[τανυμήκης]], [[υπερμήκης]], [[υπομήκης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[διαμήκης]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm