Anonymous

κατορθόω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "οῡ" to "οῦ"
mNo edit summary
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[κατορθῶ]], [[κατορθόω]], Μ και [[κατορθώνω]])<br />[[φέρνω]] [[κάτι]] σε αίσιο [[τέλος]], [[εκτελώ]] [[κάτι]] με [[επιτυχία]], [[καταφέρνω]] να [[κάνω]] [[κάτι]], [[επιτυγχάνω]] (α. «ύστερα από πολλές προσπάθειες κατόρθωσα να σέ συναντήσω» β. «πολλὰ καὶ μεγάλα κατορθοῦσιν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> [[κατορθοῦμαι]], [[κατορθόομαι]]<br />συγκρατούμαι<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[κατορθώνω]] εἰς τέφραν» — [[αποτεφρώνω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[τακτοποιώ]], [[βάζω]] σε [[τάξη]] («αἱ δὲ λεαίνουσι καὶ κατορθοῦσι τὰ [[κηρία]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στήνω]] [[κάτι]] όρθιο, [[ανεγείρω]] («λαβοῡ, [[πάτερ]] μου, καὶ κατόρθωσον [[δέμας]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> (για σπασμένο ή εξαρθρωμένο [[οστό]]) [[επαναφέρω]] στη σωστή [[θέση]], [[ανατάσσω]]<br /><b>3.</b> [[επανορθώνω]], [[διορθώνω]] («[[πολλά]] τοι σμικροί λόγοι ἔσφηλαν ἤδη καὶ κατώρθωσαν βροτούς», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ὁ [[κατορθῶν]] φρένα» — αυτός που έχει ορθή [[νοημοσύνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ὀρθῶ</i> «[[σηκώνω]]»].
|mltxt=(ΑΜ [[κατορθῶ]], [[κατορθόω]], Μ και [[κατορθώνω]])<br />[[φέρνω]] [[κάτι]] σε αίσιο [[τέλος]], [[εκτελώ]] [[κάτι]] με [[επιτυχία]], [[καταφέρνω]] να [[κάνω]] [[κάτι]], [[επιτυγχάνω]] (α. «ύστερα από πολλές προσπάθειες κατόρθωσα να σέ συναντήσω» β. «πολλὰ καὶ μεγάλα κατορθοῦσιν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> [[κατορθοῦμαι]], [[κατορθόομαι]]<br />συγκρατούμαι<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[κατορθώνω]] εἰς τέφραν» — [[αποτεφρώνω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[τακτοποιώ]], [[βάζω]] σε [[τάξη]] («αἱ δὲ λεαίνουσι καὶ κατορθοῦσι τὰ [[κηρία]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στήνω]] [[κάτι]] όρθιο, [[ανεγείρω]] («λαβοῦ, [[πάτερ]] μου, καὶ κατόρθωσον [[δέμας]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> (για σπασμένο ή εξαρθρωμένο [[οστό]]) [[επαναφέρω]] στη σωστή [[θέση]], [[ανατάσσω]]<br /><b>3.</b> [[επανορθώνω]], [[διορθώνω]] («[[πολλά]] τοι σμικροί λόγοι ἔσφηλαν ἤδη καὶ κατώρθωσαν βροτούς», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ὁ [[κατορθῶν]] φρένα» — αυτός που έχει ορθή [[νοημοσύνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ὀρθῶ</i> «[[σηκώνω]]»].
}}
}}
{{elru
{{elru