Anonymous

παραδέχομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "οῡ" to "οῦ"
m (Text replacement - "Homer down" to "Homer down")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, ιων. τ. [[παραδέκομαι]], ποιητ. τ. [[παρδέχομαι]]<br />[[δέχομαι]] [[κάτι]] ως [[ορθό]] και [[δίκαιο]], [[συμφωνώ]], [[εγκρίνω]], [[αποδέχομαι]] (α. «δεν παραδέχεται ότι υπάρχει ζωή σε άλλους πλανήτες» β. «οὐ παραδέξονταί σου τὴν μαρτυρίαν περὶ ἐμοῡ», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αναγνωρίζω]], [[ομολογώ]] («[[ποτέ]] δεν παραδέχεται τα λάθη του»)<br /><b>2.</b> [[θεωρώ]], [[κρίνω]] ως άξιο («σέ [[παραδέχομαι]]»)<br /><b>3.</b> (το ουδ. πληθ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) <i>τα παραδεδεγμένα</i><br />όσα ισχύουν [[κατά]] [[παράδοση]], αυτά που θεωρούνται από όλους ως [[ορθά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δέχομαι]] [[κάτι]] που μού προσφέρεται από κάποιον («[[σῆμα]] κακὸν παρεδέξατο γαμβροῡ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[τέκνα]]) [[κληρονομώ]] («παραδεξάμενος παρὰ τοῦ πατρὸς τὸν πόλεμον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[παραλαμβάνω]] [[κάτι]] από την [[παράδοση]] («φήμην... παραδεδέγμεθα τῆς τῶν [[τότε]] μακαρίας ζωῆς», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> (για άρχοντα) [[λαμβάνω]] αντικείμενα που έχουν γραφεί σε κατάλογο<br /><b>5.</b> (για μαθητή) [[κάνω]] [[κτήμα]] μου τα διδασκόμενα<br /><b>6.</b> [[αναλαμβάνω]] [[έργο]] ή [[αξίωμα]]<br /><b>7.</b> [[υποδέχομαι]]<br /><b>8.</b> (με απρμφ.) [[αναλαμβάνω]] να [[κάνω]] [[κάτι]]<br /><b>9.</b> [[επιτρέπω]] σε κάποιον να εισέλθει<br /><b>10.</b> [[αναγνωρίζω]] σε κάποιον την [[ιδιότητα]] του πολίτη («ἐν Ἄργει... ἠναγκάσθησαν παραδέξασθαι τῶν περιοίκων [[τινάς]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>11.</b> [[δέχομαι]] ότι [[κάποιος]] [[είναι]] [[κάτι]] («ὅν ἀγαπᾷ Κὗριος παιδεύει, μαστειγεῑ δὲ [[πάντα]] [[υἱόν]], ὅv παραδέχεται», ΠΔ)<br /><b>12.</b> <b>γραμμ.</b> [[σημαίνω]], έχω [[σημασία]].
|mltxt=ΝΜΑ, ιων. τ. [[παραδέκομαι]], ποιητ. τ. [[παρδέχομαι]]<br />[[δέχομαι]] [[κάτι]] ως [[ορθό]] και [[δίκαιο]], [[συμφωνώ]], [[εγκρίνω]], [[αποδέχομαι]] (α. «δεν παραδέχεται ότι υπάρχει ζωή σε άλλους πλανήτες» β. «οὐ παραδέξονταί σου τὴν μαρτυρίαν περὶ ἐμοῦ», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αναγνωρίζω]], [[ομολογώ]] («[[ποτέ]] δεν παραδέχεται τα λάθη του»)<br /><b>2.</b> [[θεωρώ]], [[κρίνω]] ως άξιο («σέ [[παραδέχομαι]]»)<br /><b>3.</b> (το ουδ. πληθ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) <i>τα παραδεδεγμένα</i><br />όσα ισχύουν [[κατά]] [[παράδοση]], αυτά που θεωρούνται από όλους ως [[ορθά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δέχομαι]] [[κάτι]] που μού προσφέρεται από κάποιον («[[σῆμα]] κακὸν παρεδέξατο γαμβροῦ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[τέκνα]]) [[κληρονομώ]] («παραδεξάμενος παρὰ τοῦ πατρὸς τὸν πόλεμον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[παραλαμβάνω]] [[κάτι]] από την [[παράδοση]] («φήμην... παραδεδέγμεθα τῆς τῶν [[τότε]] μακαρίας ζωῆς», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> (για άρχοντα) [[λαμβάνω]] αντικείμενα που έχουν γραφεί σε κατάλογο<br /><b>5.</b> (για μαθητή) [[κάνω]] [[κτήμα]] μου τα διδασκόμενα<br /><b>6.</b> [[αναλαμβάνω]] [[έργο]] ή [[αξίωμα]]<br /><b>7.</b> [[υποδέχομαι]]<br /><b>8.</b> (με απρμφ.) [[αναλαμβάνω]] να [[κάνω]] [[κάτι]]<br /><b>9.</b> [[επιτρέπω]] σε κάποιον να εισέλθει<br /><b>10.</b> [[αναγνωρίζω]] σε κάποιον την [[ιδιότητα]] του πολίτη («ἐν Ἄργει... ἠναγκάσθησαν παραδέξασθαι τῶν περιοίκων [[τινάς]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>11.</b> [[δέχομαι]] ότι [[κάποιος]] [[είναι]] [[κάτι]] («ὅν ἀγαπᾷ Κὗριος παιδεύει, μαστειγεῑ δὲ [[πάντα]] [[υἱόν]], ὅv παραδέχεται», ΠΔ)<br /><b>12.</b> <b>γραμμ.</b> [[σημαίνω]], έχω [[σημασία]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm