Anonymous

οἰκτίζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "οῡ" to "οῦ"
m (Text replacement - " ;" to ";")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οἰκτίζω]] (Α) [[οίκτος]]<br /><b>1.</b> [[αισθάνομαι]] οίκτο για κάποιον, [[ευσπλαγχνίζομαι]], [[οικτίρω]] («[[ὅπως]] μὴ σ' αὐτὸν οἰκτιεῑς [[ποτέ]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>οἰκτίζομαι</i><br />α) [[πενθώ]]<br />β) [[εκδηλώνω]] τη [[λύπη]] μου («[[ὅταν]] Δημοσθένης ἐξαπατῆσαι βουλόμενος καὶ παρακρουόμενος ὑμᾱς οἰκτίζηται καὶ δακρύῃ», Δείν.)<br />γ) [[θρηνολογώ]] («τεκοῡσα νεοπαθὴς οἶκτον οἰκτίσαιτο», <b>Αισχύλ.</b>).
|mltxt=[[οἰκτίζω]] (Α) [[οίκτος]]<br /><b>1.</b> [[αισθάνομαι]] οίκτο για κάποιον, [[ευσπλαγχνίζομαι]], [[οικτίρω]] («[[ὅπως]] μὴ σ' αὐτὸν οἰκτιεῑς [[ποτέ]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>οἰκτίζομαι</i><br />α) [[πενθώ]]<br />β) [[εκδηλώνω]] τη [[λύπη]] μου («[[ὅταν]] Δημοσθένης ἐξαπατῆσαι βουλόμενος καὶ παρακρουόμενος ὑμᾱς οἰκτίζηται καὶ δακρύῃ», Δείν.)<br />γ) [[θρηνολογώ]] («τεκοῦσα νεοπαθὴς οἶκτον οἰκτίσαιτο», <b>Αισχύλ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm