3,277,048
edits
(26) |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[μούτζα]] και μούζα, η (Μ [[μούντζα]] και [[μούτζα]] και μούζα)<br />[[καπνιά]], [[μουντζούρα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κηλίδα]], [[μελανιά]]<br /><b>2.</b> [[επίχριση]] του προσώπου κάποιου με [[μουντζούρα]] για εξευτελισμό<br /><b>3.</b> υβριστική [[χειρονομία]] με προτεταμένη την [[παλάμη]] και ανοιχτά τα δάχτυλα, αλλ. [[φάσκελο]], [[φασκελιά]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[τύφλα]] και [[μούντζα]]» — λέγεται ως [[επιφώνημα]] υβριστικό σε κάποιον που σφάλλει, που σκοντάφτει ή κάνει [[κάτι]] αδέξια<br />β) «μούντζες νά 'χει [[τέτοιος]] πού 'ναι» — λέγεται για [[δήλωση]] έσχατης περιφρόνησης<br /><b>5.</b> <b>παροιμ.</b> «αν πεθάνω από [[συνάχι]], η [[πανούκλα]] μούντζες νά 'χει» — λέγεται για κάποιον που καταβάλλεται από μηδαμινό και ανάξιο λόγου εχθρό<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>υβριστ.</b> [[αβλεψία]], [[τύφλα]]<br /><b>2.</b> [[κακοτυχία]], [[ατυχία]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ἀλείφω]] κάποιον τὶς | |mltxt=και [[μούτζα]] και μούζα, η (Μ [[μούντζα]] και [[μούτζα]] και μούζα)<br />[[καπνιά]], [[μουντζούρα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κηλίδα]], [[μελανιά]]<br /><b>2.</b> [[επίχριση]] του προσώπου κάποιου με [[μουντζούρα]] για εξευτελισμό<br /><b>3.</b> υβριστική [[χειρονομία]] με προτεταμένη την [[παλάμη]] και ανοιχτά τα δάχτυλα, αλλ. [[φάσκελο]], [[φασκελιά]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[τύφλα]] και [[μούντζα]]» — λέγεται ως [[επιφώνημα]] υβριστικό σε κάποιον που σφάλλει, που σκοντάφτει ή κάνει [[κάτι]] αδέξια<br />β) «μούντζες νά 'χει [[τέτοιος]] πού 'ναι» — λέγεται για [[δήλωση]] έσχατης περιφρόνησης<br /><b>5.</b> <b>παροιμ.</b> «αν πεθάνω από [[συνάχι]], η [[πανούκλα]] μούντζες νά 'χει» — λέγεται για κάποιον που καταβάλλεται από μηδαμινό και ανάξιο λόγου εχθρό<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>υβριστ.</b> [[αβλεψία]], [[τύφλα]]<br /><b>2.</b> [[κακοτυχία]], [[ατυχία]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ἀλείφω]] κάποιον τὶς μοῦζες» — [[ντροπιάζω]] κάποιον με τις πράξεις μου ή [[κοροϊδεύω]], [[εξαπατώ]]<br />β) «[[χρίω]] κάποιον τὴν μούζαν» — [[περιφρονώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>μούντα</i> <span style="color: red;"><</span> <i>μούντη</i> <span style="color: red;"><</span> [[μουντός]] «[[σκοτεινός]]», απ' όπου και η αρχική σημ. της λ. «[[καπνιά]]» (για την [[τροπή]] του -<i>ντ</i>- σε -<i>ντζ</i>- σε ιδιώματα, <b>πρβλ.</b> <i>αντανεμίζω</i>-<i>αντζανεμίζω</i>, [[κρεμανταλάς]]-<i>κρεμαντζαλάς</i>, [[αγαντάρω]]-<i>αγαντζάρω</i>). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. προέρχεται <span style="color: red;"><</span> περσ. <i>muzh</i>, ενώ κατ' άλλους <span style="color: red;"><</span> παλαιότ. γαλλ. <i>museau</i> ή βεν. <i>muso</i>. Οι τ. [[μούτζα]] και <i>μούζα</i> εμφανίζονται σε ιδιώματα. Η λ. [[μούντζα]], [[τέλος]], έλαβε τη σημ. «υβριστική [[χειρονομία]], [[φάσκελο]]» [[επειδή]] το [[φασκέλωμα]] γινόταν με ανοιχτή [[παλάμη]] μαυρισμένη με [[μουντζούρα]]]. | ||
}} | }} |