3,277,218
edits
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο / [[πυθμήν]], -[[ένος]], ΝΜΑ<br /><b>1.</b> το κατώτατο [[μέρος]] οποιουδήποτε κοίλου πράγματος (α. «[[πυθμένας]] ποτηριού» β. «δύο δ' ὑπὸ πυθμένες [[ἦσαν]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[βυθός]] θάλασσας, ποταμού ή λίμνης, [[πάτος]] («εἰς τὸν πυθμένα τοῦ πελάγους καταποντισθείς», Μηναί.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[βάση]], το [[θεμέλιο]] ενός πράγματος («χθόνα ἐκ πυθμένων κραδαίνειν», Αισχυλ.)<br /><b>2.</b> [[πρόποδες]] όρους<br /><b>3.</b> [[στέλεχος]] δένδρου με τη [[ρίζα]] του («παρὰ πυθμὲν' ἐλαίης», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[βλαστός]] φυτού («[[πυθμένας]]... κριθῶν», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>5.</b> το κατώτατο εσωτερικό [[μέρος]] τών μονόθυρων οστρακόδερμων<br /><b>6.</b> το κατώτερο [[μέρος]] τών όρχεων<br /><b>7.</b> το ανώτερο [[μέρος]] της υστέρας<br /><b>8.</b> <b>μτφ.</b> α) η [[βάση]] [[πάνω]] στην οποία στηρίζεται [[κάτι]] («Δίκας ἐρείδεται [[πυθμήν]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br />β) αυτός που εξουσιάζει [[κάτι]] («[[Ζεὺς]] πυθμὴν γαίης τε καὶ | |mltxt=ο / [[πυθμήν]], -[[ένος]], ΝΜΑ<br /><b>1.</b> το κατώτατο [[μέρος]] οποιουδήποτε κοίλου πράγματος (α. «[[πυθμένας]] ποτηριού» β. «δύο δ' ὑπὸ πυθμένες [[ἦσαν]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[βυθός]] θάλασσας, ποταμού ή λίμνης, [[πάτος]] («εἰς τὸν πυθμένα τοῦ πελάγους καταποντισθείς», Μηναί.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[βάση]], το [[θεμέλιο]] ενός πράγματος («χθόνα ἐκ πυθμένων κραδαίνειν», Αισχυλ.)<br /><b>2.</b> [[πρόποδες]] όρους<br /><b>3.</b> [[στέλεχος]] δένδρου με τη [[ρίζα]] του («παρὰ πυθμὲν' ἐλαίης», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[βλαστός]] φυτού («[[πυθμένας]]... κριθῶν», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>5.</b> το κατώτατο εσωτερικό [[μέρος]] τών μονόθυρων οστρακόδερμων<br /><b>6.</b> το κατώτερο [[μέρος]] τών όρχεων<br /><b>7.</b> το ανώτερο [[μέρος]] της υστέρας<br /><b>8.</b> <b>μτφ.</b> α) η [[βάση]] [[πάνω]] στην οποία στηρίζεται [[κάτι]] («Δίκας ἐρείδεται [[πυθμήν]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br />β) αυτός που εξουσιάζει [[κάτι]] («[[Ζεὺς]] πυθμὴν γαίης τε καὶ οὐρανοῦ», <b>Ορφ.</b>)<br />γ) [[προστάτης]] οικογένειας<br /><b>9.</b> <b>(αριθμ.)</b><br />ο [[βασικός]], ο [[θεμελιώδης]] [[αριθμός]] μιας ρίζας, ο [[ριζικός]] [[αριθμός]], η τετραγωνική [[ρίζα]]<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> α) «πυθμένες λόγων» — οι θεμελιώδεις τύποι<br />β) «πυθμὴν Ταρτάρου» [[άβυσσος]], [[χάος]]<br />γ) «πυθμὴν κακῶν» — [[άβυσσος]] κακών<br />δ) «ἐκ νεάτου πυθμένος ἐς κορυφήν» — από το κατώτατο [[μέχρι]] το ανώτατο [[σημείο]], [[πατόκορφα]]<br />ε) «[[ἐπίτριτος]] [[πυθμήν]]» — το πρώτο [[ζεύγος]] αριθμών που έχουν τη [[σχέση]] 4:3<br />στ) «σμικροῦ γένοιτ' ἄν σπέρματος [[μέγας]] [[πυθμήν]]» — από μικρή [[αιτία]] μπορεί να προέλθει μεγάλο [[αποτέλεσμα]] (<b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>πυθ</i>-<i>μήν</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ποι</i>-<i>μήν</i>, <i>λι</i>-<i>μήν</i>) ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>b</i><sup>h</sup><i>ud</i><sup>h</sup>- «[[έδαφος]], [[πάτωμα]]», (με [[ανομοίωση]] τών δασέων) και εμφανίζεται στις διάφορες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες με ποικίλες μορφές και σημασίες, [[γεγονός]] που οφείλεται πιθ. στον θρησκευτικό χαρακτήρα της. Στην Αρχαία Ινδική ο τ. <i>bud</i><sup>h</sup>-<i>na</i>- «[[ήλιος]], [[θεμέλιο]], [[ρίζα]]» ανάγεται σε αμάρτυρο τ. <i>b</i><sup>h</sup><i>ud</i><sup>h</sup><i>mno</i>-, ενώ στη Γερμανική οι τ. εμφανίζουν [[επίθημα]] [[άλλοτε]] σε -<i>m</i>- και [[άλλοτε]] σε –<i>n</i> και ψιλό οδοντικό [[σύμφωνο]] -<i>d</i>- [[αντί]] του δασέος -<i>d</i><sup>h</sup>-: αρχ. άνω γερμ. <i>bodam</i> (από όπου το γερμ. <i>Boden</i>), αγγλοσαξ. <i>botm</i> (από όπου το αγγλ. <i>bottom</i>) [[αλλά]] και <i>bodan</i> «[[ήλιος]], [[θεμέλιο]]», αρχ. νορβ. <i>botn</i>. Στην Ιταλική και Κελτική, εξάλλου, εμφανίζεται έρρινο [[σύμφωνο]] -<i>n</i>- [[μέσα]] στο [[θέμα]] της λ. (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>fundus</i> «[[θεμέλιο]]», αρχ. ιρλδ. <i>bond</i>) και αυτό οφείλεται σε [[μετάθεση]] του έρρινου συμφώνου του επιθήματος, [[φαινόμενο]] που παρατηρείται ήδη στην Ινδοευρωπαϊκή ( <i>b</i><sup>h</sup><i>ud</i><sup>b</sup><i>no</i>- > <i>bund</i>(<sup>h</sup>)<i>o</i>-), <b>πρβλ.</b> και πρακριτ. <i>b</i><sup>h</sup><i>und</i><sup>h</sup><i>a</i>- «[[πάτος]] ποτηριού» (<b>βλ.</b> και λ. [[πύνδαξ]]). Στη Βαλτική και Σλαβική, [[τέλος]], οι λ. εμφανίζουν αρκτικό <i>d</i>-: αρχ, σλαβ. <i>dŭno</i>, λιθουαν. <i>dugnas</i> «[[θεμέλιο]]». Στην Ελληνική η λ. [[πυθμήν]] εμφανίζει σχετικά περιορισμένη [[ποικιλία]] σημασιών αναφορικά [[προς]] τις άλλες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες, ενώ η σημ. «[[ήλιος]]» δεν μαρτυρείται στην Ελληνική]. | ||
}} | }} |