Anonymous

πατροῦχος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "οῡ" to "οῦ"
m (Text replacement - "" to "ἡ")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>φρ.</b> «πατροῡχος [[παρθένος]]» — η [[επίκληρος]], η μόνη [[κληρονόμος]] της πατρικής περιουσίας ορφανή [[κόρη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. προέρχεται πιθ. από ένα τ. <i>πατρῳοῦχος</i> <span style="color: red;"><</span> [[πατρῷος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>οῦχος</i> (<b>πρβλ.</b> και [[πατρωϊῶχος]])].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>φρ.</b> «πατροῦχος [[παρθένος]]» — η [[επίκληρος]], η μόνη [[κληρονόμος]] της πατρικής περιουσίας ορφανή [[κόρη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. προέρχεται πιθ. από ένα τ. <i>πατρῳοῦχος</i> <span style="color: red;"><</span> [[πατρῷος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>οῦχος</i> (<b>πρβλ.</b> και [[πατρωϊῶχος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm