3,274,313
edits
m (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;") |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[οἴμη]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[άσμα]], [[τραγούδι]], ωδή («οἴμας | |mltxt=[[οἴμη]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[άσμα]], [[τραγούδι]], ωδή («οἴμας Μοῦσ' ἐδίδαξε», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> η [[ικανότητα]] να τραγουδά [[κάποιος]] («θεὸς δὲ μοι ἐν φρεσὶν οἴμας παντοίας ἐνέφυσεν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[οἴμη]]<br />[[λόγος]], [[ἱστορία]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], η λ. έχει παραχθεί από τη λ. [[οἶμος]] «[[δρόμος]] [[οδός]]», εξαιτίας του ότι το [[οἶμος]] έχει χρησιμοποιηθεί [[προς]] [[δήλωση]] της μελωδίας, του ήχου, του μέλους ενός άσματος (<b>πρβλ.</b> τις φρ. «[[οἶμος]] ἀοιδῆς</i>», «<i>ἐπέων οἶμον</i>», «<i>λύρης οἴμους</i>»). Κατ' άλλους, όμως, η προηγούμενη [[άποψη]] [[είναι]] παρετυμολογική και η λ. [[οἴμη]] θα [[πρέπει]] να αναχθεί σε ένα [[θέμα]] που μαρτυρείται στο αρχ. νορβ. <i>seidr</i> «[[μαγεία]], [[γοητεία]]» και στο αρχ. ινδ. <i>s</i><i>ā</i><i>man</i>- «[[τραγούδι]]» ή, κατ' άλλους, σε <i>som</i>-<i>yo</i>- (<b>πρβλ.</b> χεττιτ. <i>išhamai</i>- «[[τραγουδώ]]» και αρχ. ινδ. <i>s</i><i>ā</i><i>man</i>- «[[τραγούδι]]»]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |