Anonymous

πηλός: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  13 June 2022
m
Text replacement - "οῡ" to "οῦ"
mNo edit summary
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. [[παλός]], Α<br /><b>1.</b> [[μίγμα]] αργιλικών, [[κατά]] [[βάση]], χωμάτων,ζυμωμένο με [[νερό]] [[μέχρι]] να γίνει [[πυκνόρρευστος]] [[πολτός]], που χρησιμοποιείται για την [[κατασκευή]] πήλινων αγγείων, τούβλων, κεραμιδιών κ.ά. αντικειμένων<br /><b>2.</b> η [[λάσπη]] που σχηματίζεται από το [[νερό]] της βροχής ή από [[αυλάκι]] που ξεχειλίζει<br /><b>3.</b> η ύλη από την οποία, σύμφωνα με τη Βίβλο, κατασκευάστηκε ο [[άνθρωπος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(πετρογρ.)</b> κλαστικό ιζηματογενές [[πέτρωμα]] που αποτελείται από άργιλο — πλούσια σε λεπτόκοκκη χαλαζιακή άμμο— και υδροξείδια του σιδήρου<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πυρίμαχος]] [[πηλός]]» — [[πηλός]] που αντέχει σε υψηλές θερμοκρασίες<br />β) «[[μέθοδος]] μαλακού πηλού» — [[μέθοδος]] μηχανοποιημένης απομίμησης τών χειροποίητων οπτοπλίνθων, τών τούβλων<br />γ) «[[μέθοδος]] σκληρού πηλού» — [[μέθοδος]] παραγωγής οπτοπλίνθων<br />δ) «[[ασβεστούχος]] [[πηλός]]» — <b>βλ.</b> [[ασβεστούχος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] αργιλώδους γης που χρησιμοποιούσαν [[αντί]] για [[σαπούνι]]<br /><b>2.</b> πήλινο [[ποτήρι]]<br /><b>3.</b> πηχτό ή θολό [[κρασί]], [[κατακάθι]]<br /><b>4.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ηλίθιος]], [[βλάκας]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ἔξω [[κομίζω]] πηλοῡ [[πόδα]]» — [[βγαίνω]] απ' τις δυσκολίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Έχει διατυπωθεί [[ωστόσο]] η [[άποψη]] ότι η λ. συνδέεται με το λατ. <i>palus</i> «[[έλος]], [[τέλμα]]» και το ρ. <i>palleo</i> «[[είμαι]] [[πελιδνός]], [[κάτωχρος]]» (<b>πρβλ.</b> [[πελιός]]). Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με το λατ. <i>squ</i><i>ā</i><i>lus</i> «καλυμμένος με πηλό» και το αρχ. σλαβ. <i>kalŭ</i> «[[πηλός]]», ενώ, σύμφωνα με [[άλλη]] [[άποψη]], πρόκειται για πελασγικό [[δάνειο]] που συνδέεται με το [[πλίνθος]] και το λιθουαν. <i>bala</i> «[[τέλμα]], [[έλος]]». Ο τ., [[τέλος]], που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> «[[πάσκος]]<br />[[πηλός]]» οδήγησε ορισμένους να αναγάγουν τη λ. σε αμάρτυρο τ. <i>πάσ</i>-<i>λος</i>].
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. [[παλός]], Α<br /><b>1.</b> [[μίγμα]] αργιλικών, [[κατά]] [[βάση]], χωμάτων,ζυμωμένο με [[νερό]] [[μέχρι]] να γίνει [[πυκνόρρευστος]] [[πολτός]], που χρησιμοποιείται για την [[κατασκευή]] πήλινων αγγείων, τούβλων, κεραμιδιών κ.ά. αντικειμένων<br /><b>2.</b> η [[λάσπη]] που σχηματίζεται από το [[νερό]] της βροχής ή από [[αυλάκι]] που ξεχειλίζει<br /><b>3.</b> η ύλη από την οποία, σύμφωνα με τη Βίβλο, κατασκευάστηκε ο [[άνθρωπος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(πετρογρ.)</b> κλαστικό ιζηματογενές [[πέτρωμα]] που αποτελείται από άργιλο — πλούσια σε λεπτόκοκκη χαλαζιακή άμμο— και υδροξείδια του σιδήρου<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πυρίμαχος]] [[πηλός]]» — [[πηλός]] που αντέχει σε υψηλές θερμοκρασίες<br />β) «[[μέθοδος]] μαλακού πηλού» — [[μέθοδος]] μηχανοποιημένης απομίμησης τών χειροποίητων οπτοπλίνθων, τών τούβλων<br />γ) «[[μέθοδος]] σκληρού πηλού» — [[μέθοδος]] παραγωγής οπτοπλίνθων<br />δ) «[[ασβεστούχος]] [[πηλός]]» — <b>βλ.</b> [[ασβεστούχος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] αργιλώδους γης που χρησιμοποιούσαν [[αντί]] για [[σαπούνι]]<br /><b>2.</b> πήλινο [[ποτήρι]]<br /><b>3.</b> πηχτό ή θολό [[κρασί]], [[κατακάθι]]<br /><b>4.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ηλίθιος]], [[βλάκας]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ἔξω [[κομίζω]] πηλοῦ [[πόδα]]» — [[βγαίνω]] απ' τις δυσκολίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Έχει διατυπωθεί [[ωστόσο]] η [[άποψη]] ότι η λ. συνδέεται με το λατ. <i>palus</i> «[[έλος]], [[τέλμα]]» και το ρ. <i>palleo</i> «[[είμαι]] [[πελιδνός]], [[κάτωχρος]]» (<b>πρβλ.</b> [[πελιός]]). Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με το λατ. <i>squ</i><i>ā</i><i>lus</i> «καλυμμένος με πηλό» και το αρχ. σλαβ. <i>kalŭ</i> «[[πηλός]]», ενώ, σύμφωνα με [[άλλη]] [[άποψη]], πρόκειται για πελασγικό [[δάνειο]] που συνδέεται με το [[πλίνθος]] και το λιθουαν. <i>bala</i> «[[τέλμα]], [[έλος]]». Ο τ., [[τέλος]], που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> «[[πάσκος]]<br />[[πηλός]]» οδήγησε ορισμένους να αναγάγουν τη λ. σε αμάρτυρο τ. <i>πάσ</i>-<i>λος</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm