3,274,159
edits
(35) |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο / | |mltxt=ο / ῥαβδοῦχος, ΝΜΑ<br />(στην αρχ. Ελλ.)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ράβδο ως [[σύμβολο]] ανώτατου αξιώματος ή εξουσίας, όπως ήταν λ.χ. ο [[δικαστής]], ο [[διαιτητής]] ή ο [[κριτής]] αγώνα<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι ραβδούχοι</i><br />α) (στην αρχ. Αθήνα) αξιωματούχοι επιφορτισμένοι με την [[τήρηση]] της τάξεως [[κατά]] τη [[διάρκεια]] τών μεγάλων εορτών και τών αθλητικών αγώνων, η [[ονομασία]] τών οποίων οφείλεται στο ότι έφεραν ράβδο ως διακριτικό του αξιώματός τους («τύπτειν τοὺς ῥαβδούχους, εἴ τις κωμῳδοποιητὴς αὐτὸν ἐπῄνει πρὸς τὸ [[θέατρον]] παραβάς», <b>Αριστοφ.</b>)<br />β) (στη [[Ρώμη]]) δημόσιοι υπάλληλοι που προχωρούσαν [[μπροστά]] από τους άρχοντές τους και κρατούσαν στο ένα [[χέρι]] τους [[δέσμη]] ράβδων με [[πέλεκυ]] στο [[μέσον]] και στο [[άλλο]] μια και μόνη ράβδο, για να εξασφαλίσουν την [[εκτέλεση]] τών κελευσμάτων τών αρχόντων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[θεράπων]] άρχοντα ο [[οποίος]] κρατούσε ράβδο<br /><b>2.</b> (στον πληθ. ως θηλ.) <i>αἱ ῥαβδοῦχοι</i><br />γυναίκες θεράπαινες της Οινάνθης, μητέρας του Αγαθοκλέους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥάβδος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>οῦχος</i>]. | ||
}} | }} |