Anonymous

πιτύουσα: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "οῡ" to "οῦ"
(32)
 
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και δ. γρφ. πιτυοῡσσα, ἡ, Α [[πίτυς]]<br /><b>1.</b> (μόνο στον τ. [[πιτύουσα]]) το [[φυτό]] ευφόρβιο<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Πιτυοῡσσα</i> [[προσωνυμία]] πολλών αρχαίων [[πόλεων]], όπως λ·χ. της Μιλήτου, της Φασήλιδος, της Λαμψάκου κ.ά., ή νησιών, όπως λ.χ. της Χίου, τών Σπετσών, της Σαλαμίνας κ.ά., που υποδήλωνε ότι οι τόποι αυτοί ήταν πευκόφυτοι<br /><b>3.</b> (<b>το θηλ. στον πληθ. ως κύριο όν.</b>) <i>Πιτυοῡσσαι</i><br />δύο νησιά [[κοντά]] στην ανατολική [[ακτή]] της Ισπανίας, η Έβουσος και η Οφιούσα.
|mltxt=και δ. γρφ. πιτυοῦσσα, ἡ, Α [[πίτυς]]<br /><b>1.</b> (μόνο στον τ. [[πιτύουσα]]) το [[φυτό]] ευφόρβιο<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Πιτυοῦσσα</i> [[προσωνυμία]] πολλών αρχαίων [[πόλεων]], όπως λ·χ. της Μιλήτου, της Φασήλιδος, της Λαμψάκου κ.ά., ή νησιών, όπως λ.χ. της Χίου, τών Σπετσών, της Σαλαμίνας κ.ά., που υποδήλωνε ότι οι τόποι αυτοί ήταν πευκόφυτοι<br /><b>3.</b> (<b>το θηλ. στον πληθ. ως κύριο όν.</b>) <i>Πιτυοῦσσαι</i><br />δύο νησιά [[κοντά]] στην ανατολική [[ακτή]] της Ισπανίας, η Έβουσος και η Οφιούσα.
}}
}}