3,277,700
edits
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ") |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και δωρ. τ. [[στοιβά]], ἡ, ΜΑ<br />[[σωρός]], [[στοίβα]] («στοιβὴ λίθων», Ευοτ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το φρυγανώδες και νομευτικό [[φυτό]] ποτήριο το ακανθώδες, κν. γνωστό [[σήμερα]] και ως [[αφάνα]]<br /><b>2.</b> [[γέμισμα]], [[ιδίως]] στρώματος ή προσκέφαλου<br /><b>3.</b> <b>αρχιτ.</b> το [[τμήμα]] του κρηπιδώματος που βρίσκεται [[κάτω]] από τον στυλοβάτη<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[παραγέμισμα]] («κἄν που δὶς εἴπω ταυτόν, ἢ στοιβὴν ἴδῃς | |mltxt=και δωρ. τ. [[στοιβά]], ἡ, ΜΑ<br />[[σωρός]], [[στοίβα]] («στοιβὴ λίθων», Ευοτ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το φρυγανώδες και νομευτικό [[φυτό]] ποτήριο το ακανθώδες, κν. γνωστό [[σήμερα]] και ως [[αφάνα]]<br /><b>2.</b> [[γέμισμα]], [[ιδίως]] στρώματος ή προσκέφαλου<br /><b>3.</b> <b>αρχιτ.</b> το [[τμήμα]] του κρηπιδώματος που βρίσκεται [[κάτω]] από τον στυλοβάτη<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[παραγέμισμα]] («κἄν που δὶς εἴπω ταυτόν, ἢ στοιβὴν ἴδῃς ἐνοῦσαν ἔξω τοῦ λόγου, κατάπτυσον», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>στοιβ</i>- του ρ. [[στείβω]] «[[πατώ]] με τα πόδια, [[συμπιέζω]]». Η σημ. της λ., [[ωστόσο]], «[[γέμισμα]] στρωμάτων και μαξιλαριών» ανταποκρίνεται στην αρχική σημ. της ΙΕ ρίζας του [[στείβω]] «[[συσσωρεύω]], [[συμπυκνώνω]], [[συμπιέζω]]» (<b>πρβλ.</b> [[στιβάδα]], [[στιβαρός]], <b>βλ.</b> και <i>λ</i>. [[στείβω]]). Η λ., [[τέλος]], χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει και το [[φυτό]] από το οποίο κατασκεύαζαν τέτοιου είδους γεμίσματα]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |