Anonymous

στένος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "οῡ" to "οῦ"
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και στεῖνος και [[στῆνος]], -εος και -ους, τὸ, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> στενό, κλειστό ή περιορισμένο [[διάστημα]] χώρου («στεῖνος ὁδοῡ κοίλης», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[ισθμός]] της Κορίνθου<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[στενοχώρια]], [[δυσκολία]]<br /><b>4.</b> (μόνον ο τ. [[στῆνος]] σε φρ.) «διὰ τὴν τῶν χρημάτων [[στῆνος]]» — εξαιτίας της έλλειψης τών χρημάτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[στενός]].
|mltxt=και στεῖνος και [[στῆνος]], -εος και -ους, τὸ, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> στενό, κλειστό ή περιορισμένο [[διάστημα]] χώρου («στεῖνος ὁδοῦ κοίλης», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[ισθμός]] της Κορίνθου<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[στενοχώρια]], [[δυσκολία]]<br /><b>4.</b> (μόνον ο τ. [[στῆνος]] σε φρ.) «διὰ τὴν τῶν χρημάτων [[στῆνος]]» — εξαιτίας της έλλειψης τών χρημάτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[στενός]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm