Anonymous

τέχνασμα: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "οῡ" to "οῦ"
m (Text replacement - "ταῡτα" to "ταῦτα")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ [[τεχνάζω]] / -<i>ομαι</i>]<br /><b>1.</b> ευφυές [[επινόημα]] για [[επιτυχία]] σκοπού<br /><b>2.</b> [[δόλος]], [[πανουργία]], [[κόλπο]] (α. «κέρδισε τον αγώνα με διάφορα τεχνάσματα» β. «τοῡ μητροκτόνου τεχνάσματ' ἐστὶ ταῦτα καὶ πολὺς [[γέλως]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[καθετί]] κατασκευασμένο με [[τέχνη]], [[έργο]] τέχνης («τριβόλους καὶ πολλὰ ἄλλα τεχνάσματα σιδήρων», <b>Ηρωδιαν.</b>).
|mltxt=το, ΝΜΑ [[τεχνάζω]] / -<i>ομαι</i>]<br /><b>1.</b> ευφυές [[επινόημα]] για [[επιτυχία]] σκοπού<br /><b>2.</b> [[δόλος]], [[πανουργία]], [[κόλπο]] (α. «κέρδισε τον αγώνα με διάφορα τεχνάσματα» β. «τοῦ μητροκτόνου τεχνάσματ' ἐστὶ ταῦτα καὶ πολὺς [[γέλως]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[καθετί]] κατασκευασμένο με [[τέχνη]], [[έργο]] τέχνης («τριβόλους καὶ πολλὰ ἄλλα τεχνάσματα σιδήρων», <b>Ηρωδιαν.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm