Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

νομάδας: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "οῡ" to "οῦ"
(27)
 
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο και [[νομάς]], ο, η (ΑΜ [[νομάς]], -[[άδος]])<br /><b>1.</b> αυτός που βόσκει [[αγέλη]] ζώων και περιπλανιέται [[μαζί]] με αυτά από [[τόπο]] σε [[τόπο]] [[κυρίως]] για [[βοσκή]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>νομάδες</i><br />νομαδικές, περιπλανώμενες φυλές, φυλές που περιφέρονται από [[τόπο]] σε [[τόπο]] για [[ανεύρεση]] χώρου για [[βοσκή]] (α. «οι νομάδες Βεδουίνοι» β. «νομάδες Σκύθαι», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν έχει μόνιμο [[τόπο]] κατοικίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τον Οιδίποδα) περιπλανώμενος, εκτεθειμένος για [[νομή]] στον Κιθαιρώνα, στο ύπαιθρο<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> α) [[ποιμενικός]]<br />β) [[σχετικός]] με τη Νουμιδία ή αυτός που προέρχεται από τη Νουμιδία, [[νουμιδικός]]<br /><b>3.</b> (ως εθνικό όν.) <i>ὁ</i>, <i>ἡ Νομάς</i><br />ο [[κάτοικος]] της Νουμιδίας<br /><b>4.</b> <b>το θηλ.</b> α) <b>μτφ.</b> η [[πόρνη]]<br />β) <b>ως επίθ.</b> (για [[κρήνη]]) αυτή που ποτίζει τα ρείθρα ποταμού («οὐδ' ἄυπνοι κρῆναι μινύθουσιν Κηφισοῡ νομάδες ῥεέθρων» — κρήνες που τρέφουν τα ρεύματα του Κηφισού, <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «νομὰς [[τράπεζα]]» — [[δίαιτα]] νομάδων<br />β) «[[δάμαλις]] [[νομάς]]» — [[αγελάδα]] παχιά, σιτευτή<br />γ) «νομάδες περιστεραί» — άγρια περιστέρια<br />δ) «νομὰς [[ὄρνις]]» και «[[νομάς]]» — ινδική όρνις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νομός]] / [[νομή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i>, -[[άδος]] (<b>πρβλ.</b> <i>μον</i>-<i>άς</i>)].
|mltxt=ο και [[νομάς]], ο, η (ΑΜ [[νομάς]], -[[άδος]])<br /><b>1.</b> αυτός που βόσκει [[αγέλη]] ζώων και περιπλανιέται [[μαζί]] με αυτά από [[τόπο]] σε [[τόπο]] [[κυρίως]] για [[βοσκή]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>νομάδες</i><br />νομαδικές, περιπλανώμενες φυλές, φυλές που περιφέρονται από [[τόπο]] σε [[τόπο]] για [[ανεύρεση]] χώρου για [[βοσκή]] (α. «οι νομάδες Βεδουίνοι» β. «νομάδες Σκύθαι», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν έχει μόνιμο [[τόπο]] κατοικίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τον Οιδίποδα) περιπλανώμενος, εκτεθειμένος για [[νομή]] στον Κιθαιρώνα, στο ύπαιθρο<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> α) [[ποιμενικός]]<br />β) [[σχετικός]] με τη Νουμιδία ή αυτός που προέρχεται από τη Νουμιδία, [[νουμιδικός]]<br /><b>3.</b> (ως εθνικό όν.) <i>ὁ</i>, <i>ἡ Νομάς</i><br />ο [[κάτοικος]] της Νουμιδίας<br /><b>4.</b> <b>το θηλ.</b> α) <b>μτφ.</b> η [[πόρνη]]<br />β) <b>ως επίθ.</b> (για [[κρήνη]]) αυτή που ποτίζει τα ρείθρα ποταμού («οὐδ' ἄυπνοι κρῆναι μινύθουσιν Κηφισοῦ νομάδες ῥεέθρων» — κρήνες που τρέφουν τα ρεύματα του Κηφισού, <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «νομὰς [[τράπεζα]]» — [[δίαιτα]] νομάδων<br />β) «[[δάμαλις]] [[νομάς]]» — [[αγελάδα]] παχιά, σιτευτή<br />γ) «νομάδες περιστεραί» — άγρια περιστέρια<br />δ) «νομὰς [[ὄρνις]]» και «[[νομάς]]» — ινδική όρνις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νομός]] / [[νομή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i>, -[[άδος]] (<b>πρβλ.</b> <i>μον</i>-<i>άς</i>)].
}}
}}