Anonymous

στακτή: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "οῡ" to "οῦ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ, και σταχτή Ν<br />[[αλισίβα]], [[σταχτόνερο]]<br /><b>αρχ.</b><br />αιθέριο [[έλαιο]], [[βάλσαμο]] που παρασκευαζόταν από τρυφερή [[σμύρνα]] (α. «[[στακτή]]<br />τὸ ἀπὸ σμύρνης γινόμενον», <b>Ησύχ.</b><br />β. «χιλίοις δὲ λιβανωτοῡ καὶ διακοσίοις τῆς λεγομένης στακτῆς», <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του επιθ. [[στακτός]]].
|mltxt=η, ΝΜΑ, και σταχτή Ν<br />[[αλισίβα]], [[σταχτόνερο]]<br /><b>αρχ.</b><br />αιθέριο [[έλαιο]], [[βάλσαμο]] που παρασκευαζόταν από τρυφερή [[σμύρνα]] (α. «[[στακτή]]<br />τὸ ἀπὸ σμύρνης γινόμενον», <b>Ησύχ.</b><br />β. «χιλίοις δὲ λιβανωτοῦ καὶ διακοσίοις τῆς λεγομένης στακτῆς», <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του επιθ. [[στακτός]]].
}}
}}