3,276,901
edits
mNo edit summary |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τομά Α<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[τέμνω]], [[τμήση]], [[αποκοπή]], [[κόψιμο]], [[εγκοπή]], [[εντομή]]<br /><b>2.</b> <b>(μετρ.)</b> η [[κατά]] την [[απαγγελία]] [[διαίρεση]] στίχου σε δύο ή [[τρία]] [[συνήθως]], μέρη, με σκοπό τη [[διευκόλυνση]] της αναπνοής του αφηγητή, [[καθώς]] και το [[σημείο]] στο οποίο γίνεται η [[διαίρεση]] αυτή (α. «[[τομή]] [[κατά]] [[τρίτον]] τροχαίον» — η [[μετά]] την πρώτη βραχεία [[συλλαβή]] του τρίτου δακτύλου [[τομή]]<br />β. «[[πενθημιμερής]] [[τομή]]» — η [[μετά]] την πρώτη [[συλλαβή]] του τρίτου ποδός [[τομή]], [[δηλαδή]] [[μετά]] από [[πέντε]] μισούς πόδες<br />γ. «[[εφθημιμερής]] [[τομή]]» — η [[μετά]] τη [[θέση]] του τέταρτου ποδός [[τομή]], [[δηλαδή]] η [[μετά]] από [[επτά]] μισούς πόδες<br />δ. «βουκολική [[τομή]]» — η στο [[τέλος]] του τέταρτου ποδός [[τομή]])<br /><b>3.</b> <b>ιατρ.</b> (στη [[χειρουργική]]) [[διαίρεση]] τών ιστών του σώματος με τα [[κατάλληλα]] εργαλεία (α. «καισαρική [[τομή]]» β. «τὰς θεραπείας... διὰ καύσεών τε καὶ τομῶν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> κεκλιμένη ή κατακόρυφη [[επιφάνεια]] που αποκαλύπτεται [[είτε]] [[φυσικά]] [[είτε]] τεχνητά διά μέσου ενός τμήματος του στερεού φλοιού της Γης<br /><b>2.</b> <b>μαθημ.</b> α) [[τόπος]] όπου συναντώνται γραμμές, επιφάνειες ή [[στερεά]]<br />β) [[μέθοδος]] ορισμού ενός πραγματικού αριθμού<br />γ) κοινό [[μέρος]] δύο συνόλων Α και Β η οποία συμβολίζεται Α∩Β<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «γεωλογική [[τομή]]»<br /><b>γεωλ.</b> νοητή κατακόρυφη [[τομή]] στην [[επιφάνεια]] της Γης, στην οποία απεικονίζεται η [[κατά]] [[βάθος]] [[διάταξη]] τών διαφόρων γεωλογικών σχηματισμών<br />β) «[[βαθιά]] [[τομή]]»<br /><b>μτφ.</b> i) επισταμένη και πρωτοποριακή [[ανάλυση]] ενός φαινομένου ή μιας κατάστασης<br />ii) αποφασιστική [[παρέμβαση]] σε έναν τομέα με παραμερισμό ή [[απάλειψη]] τών πεπαλαιωμένων ή αρνητικών στοιχείων και [[προώθηση]] τών νέων και θετικών<br />γ) «λεπτή [[τομή]]»<br />(ορυκτ.-πετρογρ.) τεμαχίδιο ορυκτού ή πετρώματος, το οποίο, [[αφού]] υποστεί ειδική [[κατεργασία]], χρησιμοποιείται για τη [[μελέτη]] τών οπτικών ιδιοτήτων του δείγματος στο πετρογραφικό [[μικροσκόπιο]]<br />δ) «σεισμική [[τομή]]»<br /><b>(γεωφ.)</b> ο [[συνδυασμός]] τών στοιχείων που λαμβάνονται από όργανα αναγραφής σεισμικών κυμάτων, τα οποία [[είναι]] διατεταγμένα σε [[ευθεία]] [[σχεδόν]] [[γραμμή]] [[μακριά]] από μια [[πηγή]] ενέργειας<br />ε) «στρωματογραφική [[τομή]]»<br /><b>γεωλ.</b> <b>βλ.</b> [[στρωματογραφικός]]<br />στ) «[[συνεχής]] [[τομή]]»<br /><b>(γεωφ.)</b> σεισμική [[μέθοδος]] χαρτογράφησης που χρησιμοποιεί μια [[σειρά]] θέσεων υπόγειων εκρήξεων και τις μετρήσεις τών ωστικών κυμάτων από αυτές για τη [[σχεδίαση]], σε έναν συνεχή [[χάρτη]], μιας [[σειράς]] τομών τών επιφανειακών ή υποεπιφανειακών γεωλογικών στρωμάτων μιας [[μεγάλης]] περιοχής<br />ζ) «τυπική [[τομή]]»<br /><b>γεωλ.</b> η [[ακολουθία]] τών ιζηματογενών στρωμάτων που λειτουργεί ως [[πρότυπο]] για πετρώματα δεδομένης ηλικίας<br />η) «[[χρυσή]] [[τομή]]»<br />i) <b>μαθημ.</b> η [[διαίρεση]] ευθύγραμμου τμήματος σε [[μέσο]] και [[άκρο]] λόγο, η οποία θεωρήθηκε ως η πιο αρμονική [[διαίρεση]] ενός τμήματος σε δύο άνισα μέρη<br />ii) <b>μτφ.</b> η σωστή [[αντιμετώπιση]] ενός θέματος που συνίσταται στην [[εύρεση]] [[μέσης]] λύσης<br /><b>μσν.</b><br />[[οξύτητα]], [[αιχμηρότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[σημείο]] από το οποίο έχει αποκοπεί [[κάτι]], [[καθώς]] και το [[τμήμα]] που έχει αποκοπεί<br /><b>2.</b> [[κορμός]] δένδρου [[μετά]] το [[κόψιμο]] τών κλαδιών του<br /><b>3.</b> η [[μεταξύ]] του σώματος και της κεφαλής [[εντομή]] ή [[εγκοπή]] τών εντόμων<br /><b>4.</b> [[κλάδευμα]]<br /><b>5.</b> [[ευνουχισμός]], [[εκτομή]]<br /><b>6.</b> [[διαχωρισμός]] («τὴν διάκρισιν καὶ τομὴν | |mltxt=η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τομά Α<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[τέμνω]], [[τμήση]], [[αποκοπή]], [[κόψιμο]], [[εγκοπή]], [[εντομή]]<br /><b>2.</b> <b>(μετρ.)</b> η [[κατά]] την [[απαγγελία]] [[διαίρεση]] στίχου σε δύο ή [[τρία]] [[συνήθως]], μέρη, με σκοπό τη [[διευκόλυνση]] της αναπνοής του αφηγητή, [[καθώς]] και το [[σημείο]] στο οποίο γίνεται η [[διαίρεση]] αυτή (α. «[[τομή]] [[κατά]] [[τρίτον]] τροχαίον» — η [[μετά]] την πρώτη βραχεία [[συλλαβή]] του τρίτου δακτύλου [[τομή]]<br />β. «[[πενθημιμερής]] [[τομή]]» — η [[μετά]] την πρώτη [[συλλαβή]] του τρίτου ποδός [[τομή]], [[δηλαδή]] [[μετά]] από [[πέντε]] μισούς πόδες<br />γ. «[[εφθημιμερής]] [[τομή]]» — η [[μετά]] τη [[θέση]] του τέταρτου ποδός [[τομή]], [[δηλαδή]] η [[μετά]] από [[επτά]] μισούς πόδες<br />δ. «βουκολική [[τομή]]» — η στο [[τέλος]] του τέταρτου ποδός [[τομή]])<br /><b>3.</b> <b>ιατρ.</b> (στη [[χειρουργική]]) [[διαίρεση]] τών ιστών του σώματος με τα [[κατάλληλα]] εργαλεία (α. «καισαρική [[τομή]]» β. «τὰς θεραπείας... διὰ καύσεών τε καὶ τομῶν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> κεκλιμένη ή κατακόρυφη [[επιφάνεια]] που αποκαλύπτεται [[είτε]] [[φυσικά]] [[είτε]] τεχνητά διά μέσου ενός τμήματος του στερεού φλοιού της Γης<br /><b>2.</b> <b>μαθημ.</b> α) [[τόπος]] όπου συναντώνται γραμμές, επιφάνειες ή [[στερεά]]<br />β) [[μέθοδος]] ορισμού ενός πραγματικού αριθμού<br />γ) κοινό [[μέρος]] δύο συνόλων Α και Β η οποία συμβολίζεται Α∩Β<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «γεωλογική [[τομή]]»<br /><b>γεωλ.</b> νοητή κατακόρυφη [[τομή]] στην [[επιφάνεια]] της Γης, στην οποία απεικονίζεται η [[κατά]] [[βάθος]] [[διάταξη]] τών διαφόρων γεωλογικών σχηματισμών<br />β) «[[βαθιά]] [[τομή]]»<br /><b>μτφ.</b> i) επισταμένη και πρωτοποριακή [[ανάλυση]] ενός φαινομένου ή μιας κατάστασης<br />ii) αποφασιστική [[παρέμβαση]] σε έναν τομέα με παραμερισμό ή [[απάλειψη]] τών πεπαλαιωμένων ή αρνητικών στοιχείων και [[προώθηση]] τών νέων και θετικών<br />γ) «λεπτή [[τομή]]»<br />(ορυκτ.-πετρογρ.) τεμαχίδιο ορυκτού ή πετρώματος, το οποίο, [[αφού]] υποστεί ειδική [[κατεργασία]], χρησιμοποιείται για τη [[μελέτη]] τών οπτικών ιδιοτήτων του δείγματος στο πετρογραφικό [[μικροσκόπιο]]<br />δ) «σεισμική [[τομή]]»<br /><b>(γεωφ.)</b> ο [[συνδυασμός]] τών στοιχείων που λαμβάνονται από όργανα αναγραφής σεισμικών κυμάτων, τα οποία [[είναι]] διατεταγμένα σε [[ευθεία]] [[σχεδόν]] [[γραμμή]] [[μακριά]] από μια [[πηγή]] ενέργειας<br />ε) «στρωματογραφική [[τομή]]»<br /><b>γεωλ.</b> <b>βλ.</b> [[στρωματογραφικός]]<br />στ) «[[συνεχής]] [[τομή]]»<br /><b>(γεωφ.)</b> σεισμική [[μέθοδος]] χαρτογράφησης που χρησιμοποιεί μια [[σειρά]] θέσεων υπόγειων εκρήξεων και τις μετρήσεις τών ωστικών κυμάτων από αυτές για τη [[σχεδίαση]], σε έναν συνεχή [[χάρτη]], μιας [[σειράς]] τομών τών επιφανειακών ή υποεπιφανειακών γεωλογικών στρωμάτων μιας [[μεγάλης]] περιοχής<br />ζ) «τυπική [[τομή]]»<br /><b>γεωλ.</b> η [[ακολουθία]] τών ιζηματογενών στρωμάτων που λειτουργεί ως [[πρότυπο]] για πετρώματα δεδομένης ηλικίας<br />η) «[[χρυσή]] [[τομή]]»<br />i) <b>μαθημ.</b> η [[διαίρεση]] ευθύγραμμου τμήματος σε [[μέσο]] και [[άκρο]] λόγο, η οποία θεωρήθηκε ως η πιο αρμονική [[διαίρεση]] ενός τμήματος σε δύο άνισα μέρη<br />ii) <b>μτφ.</b> η σωστή [[αντιμετώπιση]] ενός θέματος που συνίσταται στην [[εύρεση]] [[μέσης]] λύσης<br /><b>μσν.</b><br />[[οξύτητα]], [[αιχμηρότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[σημείο]] από το οποίο έχει αποκοπεί [[κάτι]], [[καθώς]] και το [[τμήμα]] που έχει αποκοπεί<br /><b>2.</b> [[κορμός]] δένδρου [[μετά]] το [[κόψιμο]] τών κλαδιών του<br /><b>3.</b> η [[μεταξύ]] του σώματος και της κεφαλής [[εντομή]] ή [[εγκοπή]] τών εντόμων<br /><b>4.</b> [[κλάδευμα]]<br /><b>5.</b> [[ευνουχισμός]], [[εκτομή]]<br /><b>6.</b> [[διαχωρισμός]] («τὴν διάκρισιν καὶ τομὴν αυτοῦ περὶ τὸ [[σῶμα]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>7.</b> (για αριθμό) [[διαίρεση]]<br /><b>8.</b> [[λογική]] [[διαίρεση]] («εἴ τινα τομὴν ἔτι ἔχομεν ὑπείκουσαν ἐν τούτῳ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>9.</b> [[αιχμή]], κοφτερό [[άκρο]] («τομὴ σιδήρου», Αρρ.)<br /><b>10.</b> <b>μτφ.</b> α) [[χωρισμός]] («τῆς πόλεως δεδεγμένης τομήν», <b>Πλούτ.</b>)<br />β) (για [[έκφραση]]) [[συντομία]], [[ακρίβεια]], [[περιεκτικότητα]]<br /><b>11.</b> <b>φρ.</b> α) «τομὴ δοκοῦ [ή καλάμου]» — το [[άκρο]] δοκού [ή καλάμου] (<b>Θουκ.</b>)<br />β) «ταύρου [[τομή]]»<br /><b>πιθ.</b> [[προτομή]] ταύρου <b>(Άρατ.)</b><br />γ) «χρονικαὶ τομαί» — χρονικές διακρίσεις, χρονικές υποδιαιρέσεις (Απόλλ. Δύσκ.)<br />δ) «αἱ τομαὶ τῆς γῆς» — οι διώρυγες <b>(Λιβάν.)</b><br />ε) «σκυτῶν [[τομή]]» — η [[κοπή]] δέρματος [[κατά]] ορισμένο [[σχήμα]] (<b>Πλάτ.</b>)<br />στ) «ἡ εἰς ἄπειρον [[τομή]]» — η στο [[άπειρο]] [[διαιρετότητα]] <b>(Επίκ.)</b><br />ζ) «τὰ περὶ τὴν τομὴν» — τα θεωρήματα του άκρου και μέσου λόγου <b>(Πρόκλ.)</b><br />η) «τομαὶ ἀντικείμεναι»<br />(για κώνο) οι [[απέναντι]] τομές (Απολλ. Περγ.)<br />θ) «[[τομή]] πράγματος» — [[απόφαση]]<br />ι) «Περὶ διωρισμένης τομῆς» — [[τίτλος]] διατριβής του Απολλωνίου του Περγαίου, η οποία έχει χαθεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>τομ</i>- της ρίζας του ρ. [[τέμνω]] (<b>βλ. λ.</b> [[τέμνω]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |