Anonymous

τανύπεπλος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "οῡ" to "οῦ"
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> (ως [[προσωνυμία]] [[γυναικών]] της υψηλής κοινωνίας και θεαινών) αυτός που φορεί μακρύ πέπλο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πλακοῡς [[τανύπεπλος]]» — κωμική [[έκφραση]] στον Αριστοφάνη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τανυ</i>- του ρ. [[τάνυμαι]] «τεντώνομαι» <span style="color: red;">+</span> -<i>πεπλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πέπλος]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἑλκεσί</i>-<i>πεπλος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> (ως [[προσωνυμία]] [[γυναικών]] της υψηλής κοινωνίας και θεαινών) αυτός που φορεί μακρύ πέπλο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πλακοῦς [[τανύπεπλος]]» — κωμική [[έκφραση]] στον Αριστοφάνη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τανυ</i>- του ρ. [[τάνυμαι]] «τεντώνομαι» <span style="color: red;">+</span> -<i>πεπλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πέπλος]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἑλκεσί</i>-<i>πεπλος</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm