3,273,762
edits
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ") |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[ὑλικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ὕλη]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ύλη ή αποτελείται από ύλη, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον άυλο (α. «[[υλικός]] [[κόσμος]]» β. «ὑλικὴ [[ουσία]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εγκόσμιος]], [[γήινος]], [[φθαρτός]], σε [[αντιδιαστολή]] με τον υπερκόσμιο, τον άφθαρτο (α. «ἐξ ἀσωμάτου καὶ ἀθανάτου καὶ ἀφθάρτου ψυχῆς, καὶ ἐξ | |mltxt=-ή, -ό / [[ὑλικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ὕλη]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ύλη ή αποτελείται από ύλη, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον άυλο (α. «[[υλικός]] [[κόσμος]]» β. «ὑλικὴ [[ουσία]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εγκόσμιος]], [[γήινος]], [[φθαρτός]], σε [[αντιδιαστολή]] με τον υπερκόσμιο, τον άφθαρτο (α. «ἐξ ἀσωμάτου καὶ ἀθανάτου καὶ ἀφθάρτου ψυχῆς, καὶ ἐξ ὑλικοῦ καὶ ὁρωμένου τετραστοίχου σώματος συγκείμενον», Γρηγ. Νύσσ.)<br /><b>3.</b> [[σαρκικός]], [[σωματικός]], σε [[αντιδιαστολή]] με τον [[ψυχικό]] και τον πνευματικό (α. «υλικές απολαύσεις» β. «πολὺν παρέχει περισπασμὸν τῇ ψυχῇ ἡ τῶν ὑλικῶν πραγμάτων [[φροντίς]] τε καὶ [[ἐπιμέλεια]]», Βασ.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «υλική [[αιτία]]»<br />([[κατά]] τον <b>Αριστοτ.</b>) η ύλη από την οποία [[είναι]] δημιουργημένο ένα [[πράγμα]], όπως λ.χ. ένα [[κομμάτι]] μπρούντζου για την [[κατασκευή]] ενός αγάλματος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> η ύλη από την οποία αποτελείται ή [[είναι]] κατασκευασμένο [[κάτι]] ή από την οποία μπορεί να κατασκευαστεί ή να παραχθεί [[κάτι]] (α. «κύριο υλικό της κατασκευής αυτής [[είναι]] το [[γυαλί]]» β. «δομικά υλικά» γ. «στα φαγητά και στα [[γλυκά]] του χρησιμοποιεί [[πάντοτε]] αγνά υλικά»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «αναλώσιμα υλικά»<br />(τεχνολ.-οικον.) τα υλικά που χρησιμοποιούνται και ενσωματώνονται σε ένα [[προϊόν]]<br />β) «αδρανή υλικά»<br /><b>τεχνολ.</b> <b>βλ.</b> [[αδρανής]]<br />γ) «ανακύκλιση [ή [[ανακύκλωση]]] υλικών»<br /><b>τεχνολ.</b> η [[ανάκτηση]] και [[επαναφορά]] σε [[χρήση]] υλικών που προέρχονται από μεταχειρισμένα προϊόντα<br />δ) «[[αντοχή]] υλικών»<br /><b>φυσ.</b> [[κλάδος]] της εφαρμοσμένης μηχανικής, ο [[οποίος]] έχει ως [[αντικείμενο]] τη [[μελέτη]] και [[εκτίμηση]] τών καταπονήσεων και παραμορφώσεων και, γενικά, της συμπεριφοράς τών υλικών υπό την [[επίδραση]] εξωτερικών δυνάμεων, για την [[εξασφάλιση]] της αντοχής και της ευστάθειας τών κατασκευών στις οποίες χρησιμοποιούνται τα υλικά αυτά<br />ε) «έμψυχο υλικό»<br /><b>στρ.</b> το [[σύνολο]] τών [[ανδρών]] στρατού, στόλου ή αεροπορίας<br />στ) «άψυχο υλικό»<br /><b>στρ.</b> ο [[οπλισμός]], τα μεταφορικά [[μέσα]], οι τροφές, τα τηλεπικοινωνιακά μηχανήματα<br />ζ) «υλικό πολέμου» — τα αναγκαία για τον πόλεμο<br />η) «τροχαίο υλικό»<br /><b>τεχνολ.</b> <b>βλ.</b> [[τροχαίος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ὑλικά</i><br />τα πράγματα που αποτελούνται από ύλη (α. «ἡ [[θεία]] [[σοφία]] γινώσκουσα, γνώσεται [[πάντα]], ἀΰλως τὰ ὑλικά, καὶ ἀμερίστως τὰ μεριστά», Διον. Αρεοπ.<br />β. «διὰ ψευδολογίας καὶ τῆς πολλῆς περὶ τὰ ὑλικὰ προσπαθείας οὐδὲ ἔτι τῶν μεγάλων θεωρεῖν ἠνέσχοντο», Βασ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> ξύλινη [[κατασκευή]], ξύλινο [[τμήμα]] έργου («εἰς τὰν ἐπισκευὰν τῶν τάφων κ[αἱ τοῦ] ὑλικοῦ», <b>επιγρ.</b> Ρόδου). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[υλικώς]] / <i>ὑλικῶς</i> ΝΜΑ, και <i>υλικά</i> Ν<br />με υλικό τρόπο. | ||
}} | }} |