Anonymous

συνεπαίρω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "οῡ" to "οῦ"
m (Text replacement - "αὐτοῡ" to "αὐτοῦ")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ [[ἐπαίρω]]<br />(κυριολ. και μτφ.) [[υψώνω]], [[εγείρω]] κάποιον ή [[κάτι]] [[μαζί]] ή συγχρόνως με κάποιον ή με [[κάτι]] [[άλλο]] (α. «ἔδει δὲ τὰ πρόσθια σκέλη συνεπαίρειν», <b>Αριστοτ.</b><br />β. «τῇ μεγαλωσύνῃ αὐτοῦ τὸν εὔφημον ἦχον οἷόν τινι μεγαλοφώνῳ σάλπιγγι συνεπαίροντα», Γρηγ. Νύσσ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διεγείρω]], [[παρορμώ]] σε [[κάτι]] [[μαζί]] ή επί [[πλέον]] («ὅ τε γὰρ [[οἶνος]] συνεπαίρει καὶ ο [[ἔρως]] κεντρίζει», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>συνεπαίρομαι</i><br />α) εξογκώνομαι ταυτοχρόνως<br />β) εξυψώνομαι [[μαζί]], [[παίρνω]] ύψος, όγκο, [[μεγαλοπρέπεια]] («ἡ [[λέξις]]... ἐπὶ γῆς βεβηκέτω, τῷ μὲν κάλλει καὶ τῷ μεγέθει τῶν λεγομένων συνεπαιρομένη καὶ ὡς ἔνι [[μάλιστα]] ὁμοιουμένη», <b>Λουκιαν.</b>)<br />γ) εξεγείρομαι [[μαζί]] με κάποιον, [[επαναστατώ]] [[μαζί]]<br />δ) φέρομαι [[προς]] [[κάτι]] [[μαζί]] με κάποιον («συνεπαιρομένου σὺν τῷ αἵματι καὶ τοῦ μοχθηροῡ χυμοῡ», Αέτ.).
|mltxt=ΜΑ [[ἐπαίρω]]<br />(κυριολ. και μτφ.) [[υψώνω]], [[εγείρω]] κάποιον ή [[κάτι]] [[μαζί]] ή συγχρόνως με κάποιον ή με [[κάτι]] [[άλλο]] (α. «ἔδει δὲ τὰ πρόσθια σκέλη συνεπαίρειν», <b>Αριστοτ.</b><br />β. «τῇ μεγαλωσύνῃ αὐτοῦ τὸν εὔφημον ἦχον οἷόν τινι μεγαλοφώνῳ σάλπιγγι συνεπαίροντα», Γρηγ. Νύσσ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διεγείρω]], [[παρορμώ]] σε [[κάτι]] [[μαζί]] ή επί [[πλέον]] («ὅ τε γὰρ [[οἶνος]] συνεπαίρει καὶ ο [[ἔρως]] κεντρίζει», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>συνεπαίρομαι</i><br />α) εξογκώνομαι ταυτοχρόνως<br />β) εξυψώνομαι [[μαζί]], [[παίρνω]] ύψος, όγκο, [[μεγαλοπρέπεια]] («ἡ [[λέξις]]... ἐπὶ γῆς βεβηκέτω, τῷ μὲν κάλλει καὶ τῷ μεγέθει τῶν λεγομένων συνεπαιρομένη καὶ ὡς ἔνι [[μάλιστα]] ὁμοιουμένη», <b>Λουκιαν.</b>)<br />γ) εξεγείρομαι [[μαζί]] με κάποιον, [[επαναστατώ]] [[μαζί]]<br />δ) φέρομαι [[προς]] [[κάτι]] [[μαζί]] με κάποιον («συνεπαιρομένου σὺν τῷ αἵματι καὶ τοῦ μοχθηροῦ χυμοῦ», Αέτ.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm