Anonymous

συνεφάπτομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "οῡ" to "οῦ"
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΑ, και ιων. τ. [[συνεπάπτομαι]] Α [[ἐφάπτομαι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(το θηλ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) <b>βλ.</b> [[συνεφαπτομένη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αγγίζω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]] («τῇ χειρὶ συνεφάπτεσθαι τοῦ ξίφους», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> επιτίθεμαι [[εναντίον]] κάποιου [[μαζί]] με άλλον<br /><b>3.</b> (<b>για πράγμ.</b>) συνάπτομαι με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[συμμετέχω]] σε [[έργο]] ή σε [[ενέργεια]], [[συνεργώ]], [[συμπράττω]] («τοῡ φόνου μὴ συνεφαψάμενοι», <b>Πλούτ.</b>).
|mltxt=ΝΑ, και ιων. τ. [[συνεπάπτομαι]] Α [[ἐφάπτομαι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(το θηλ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) <b>βλ.</b> [[συνεφαπτομένη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αγγίζω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]] («τῇ χειρὶ συνεφάπτεσθαι τοῦ ξίφους», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> επιτίθεμαι [[εναντίον]] κάποιου [[μαζί]] με άλλον<br /><b>3.</b> (<b>για πράγμ.</b>) συνάπτομαι με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[συμμετέχω]] σε [[έργο]] ή σε [[ενέργεια]], [[συνεργώ]], [[συμπράττω]] («τοῦ φόνου μὴ συνεφαψάμενοι», <b>Πλούτ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm