3,277,172
edits
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ") |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και ιων. τ. [[φιερός]], -ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> [[λαμπρός]], [[φωτεινός]]<br /><b>2.</b> (για το ανθρώπινο [[σώμα]] ή για [[μέλος]] του) [[στιλπνός]], [[ζωηρός]], [[εύρωστος]]<br /><b>3.</b> (για ζώο) [[παχύς]] («ὄρνιθος φιαρῆς», Νικ. Αλεξ.)<br /><b>4.</b> ([[ιδίως]] για την [[κρέμα]] του [[γάλατος]]) [[λιπαρός]] («φιαρὴν δὲ | |mltxt=και ιων. τ. [[φιερός]], -ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> [[λαμπρός]], [[φωτεινός]]<br /><b>2.</b> (για το ανθρώπινο [[σώμα]] ή για [[μέλος]] του) [[στιλπνός]], [[ζωηρός]], [[εύρωστος]]<br /><b>3.</b> (για ζώο) [[παχύς]] («ὄρνιθος φιαρῆς», Νικ. Αλεξ.)<br /><b>4.</b> ([[ιδίως]] για την [[κρέμα]] του [[γάλατος]]) [[λιπαρός]] («φιαρὴν δὲ ποτοῦ ἀποαίνυσο γῆϋν», Νικ. Αλεξ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.. Παλαιότερα, ο τ. [[φιαρός]] είχε συνδεθεί με το επίθ. [[πιαρός]] «[[παχύς]]». Ορισμένοι θεώρησαν ότι πρόκειται για άλλον τ. του [[πιαρός]] με εκφραστική δάσυνση του <i>π</i>, ενώ άλλοι υποστήριξαν ότι προήλθε <span style="color: red;"><</span> [[φαιδρός]] <span style="color: red;">+</span> [[πιαρός]] με συμφυρμό. Ωστόσο, οι απόψεις αυτές δεν θεωρούνται πια πιθανές, λόγω της διαφορετικής ποσότητας του -<i>ι</i>- στους δύο τ. (<b>πρβλ.</b> <i>πῑαρός</i>, [[αλλά]] <i>φῐαρός</i>)]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |