Anonymous

χείρωμα: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "οῡ" to "οῦ"
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, Α [<i>χειρῶ</i> (II)]<br /><b>1.</b> αυτό που [[είναι]] εύκολο να καταστεί υποχείριο κάποιου («δούλης θανούσης, εὐμαροῡς χειρώματος», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πράξη]] βίας («[[ἄφαντος]] ἔρρει, θανασίμῳ χειρώματι», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[έργο]] καμωμένο με το [[χέρι]] («τυμβοχόα χειρώματα», <b>Αισχύλ.</b>).
|mltxt=τὸ, Α [<i>χειρῶ</i> (II)]<br /><b>1.</b> αυτό που [[είναι]] εύκολο να καταστεί υποχείριο κάποιου («δούλης θανούσης, εὐμαροῦς χειρώματος», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πράξη]] βίας («[[ἄφαντος]] ἔρρει, θανασίμῳ χειρώματι», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[έργο]] καμωμένο με το [[χέρι]] («τυμβοχόα χειρώματα», <b>Αισχύλ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm