Anonymous

χειρίζομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "οῡ" to "οῦ"
(46)
 
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και ενεργ. τ. [[χειρίζω]] ΜΑ [[χείρ]], <i>χειρός</i>]<br />(στη νεοελλ. μόνον το μέσ.) [[διαχειρίζομαι]], [[διοικώ]] (α. «χειρίζεται τα οικονομικά θέματα της εταιρείας» β. «[[χειρίζω]] ἀνάγνως τὰ ἅγια», Ισίδ. Πηλ.<br />γ. «ἐδόκουν [[ἐνδεχομένως]] χειρίζειν τὰ κατὰ τὴν Σικελίαν», <b>Πολ.</b><br />δ. «ἀργυρικὸς [[λόγος]]... λημμάτων καὶ ἀνηλωμάτων τῶν δι' ἐμοῡ χειριζομένων», πάπ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] συγκεκριμένους χειρισμούς οργάνων και μηχανημάτων<br /><b>2.</b> [[διεξάγω]], [[διεκπεραιώνω]] («χειρίζεται τα θέματα μεταθέσεων και αποσπάσεων»)<br /><b>3.</b> (κυριολ. και μτφ.) [[χρησιμοποιώ]] [[κάτι]] ως όργανο, ως [[μέσο]] (α. «χειρίζεται με [[ευκολία]] τον τόρνο» β. «χειρίζεται την ελληνική [[γλώσσα]] άριστα»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(το ενεργ.) [[κατέχω]] ένα [[αξίωμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (το ενεργ.) α) έχω ή [[καλλιεργώ]] μια [[σκέψη]], μια [[γνώμη]] ή μια [[άποψη]]<br />β) (σχετικά με [[συναίσθημα]]) [[κρατώ]] υπό έλεγχο, [[συγκρατώ]]<br /><b>2.</b> (ενεργ. και παθ.) (για χειρουργό) [[κάνω]] [[εγχείρηση]]<br /><b>3.</b> (το μέσ.) [[διορίζω]], [[καθιστώ]] ή [[αναγορεύω]], [[αναδεικνύω]]<br /><b>4.</b> (το παθ.) <b>μτφ.</b> καθορίζομαι, προσδιορίζομαι («γενέσει χειρισθεὶς ἀπέθανες», <b>επιγρ.</b>).
|mltxt=ΝΜΑ, και ενεργ. τ. [[χειρίζω]] ΜΑ [[χείρ]], <i>χειρός</i>]<br />(στη νεοελλ. μόνον το μέσ.) [[διαχειρίζομαι]], [[διοικώ]] (α. «χειρίζεται τα οικονομικά θέματα της εταιρείας» β. «[[χειρίζω]] ἀνάγνως τὰ ἅγια», Ισίδ. Πηλ.<br />γ. «ἐδόκουν [[ἐνδεχομένως]] χειρίζειν τὰ κατὰ τὴν Σικελίαν», <b>Πολ.</b><br />δ. «ἀργυρικὸς [[λόγος]]... λημμάτων καὶ ἀνηλωμάτων τῶν δι' ἐμοῦ χειριζομένων», πάπ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] συγκεκριμένους χειρισμούς οργάνων και μηχανημάτων<br /><b>2.</b> [[διεξάγω]], [[διεκπεραιώνω]] («χειρίζεται τα θέματα μεταθέσεων και αποσπάσεων»)<br /><b>3.</b> (κυριολ. και μτφ.) [[χρησιμοποιώ]] [[κάτι]] ως όργανο, ως [[μέσο]] (α. «χειρίζεται με [[ευκολία]] τον τόρνο» β. «χειρίζεται την ελληνική [[γλώσσα]] άριστα»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(το ενεργ.) [[κατέχω]] ένα [[αξίωμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (το ενεργ.) α) έχω ή [[καλλιεργώ]] μια [[σκέψη]], μια [[γνώμη]] ή μια [[άποψη]]<br />β) (σχετικά με [[συναίσθημα]]) [[κρατώ]] υπό έλεγχο, [[συγκρατώ]]<br /><b>2.</b> (ενεργ. και παθ.) (για χειρουργό) [[κάνω]] [[εγχείρηση]]<br /><b>3.</b> (το μέσ.) [[διορίζω]], [[καθιστώ]] ή [[αναγορεύω]], [[αναδεικνύω]]<br /><b>4.</b> (το παθ.) <b>μτφ.</b> καθορίζομαι, προσδιορίζομαι («γενέσει χειρισθεὶς ἀπέθανες», <b>επιγρ.</b>).
}}
}}