3,256,975
edits
(46) |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / | |mltxt=η / φοῦκτα, ΝΜ, και [[φούχτα]] και [[φούκτα]] Ν<br />η [[παλάμη]] του χεριού μισόκλειστη, το [[κοίλο]] του χεριού<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[ποσότητα]] που χωράει στην [[παλάμη]] του χεριού («μια [[χούφτα]] [[ρύζι]]»)<br /><b>2.</b> πολύ [[μικρός]] [[αριθμός]] («μια [[χούφτα]] άνθρωποι»)<br /><b>3.</b> [[λαβή]], [[ιδίως]] σπαθιού («και συ [[σπαθί]] μου [[δαμασκί]] με τη [[χρυσή]] τη [[χούφτα]]», δημ. [[τραγούδι]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι τ. [[φούχτα]] / <i>φοῦκτα</i> έχουν προέλθει, [[κατά]] μία [[άποψη]], από το αρχ. [[πυκτή]] «[[πίνακας]] που διπλώνεται, δίπτυχο», με [[τροπή]] τών <i>π</i>- και -<i>κ</i>- στα αντίστοιχα εκφραστικά διαρκή τριβόμενα σύμφωνα <i>φ</i>- και -<i>χ</i>- και του -<i>υ</i>- σε -<i>ου</i>- (<b>πρβλ.</b> [[ξυράφι]]: [[ξουράφι]]). Εξάλλου, ο τ. [[χούφτα]] έχει σχηματιστεί με [[αντιμετάθεση]] από τον τ. [[φούχτα]] (<b>πρβλ.</b> [[φαλάκρα]]: [[καράφλα]]). Κατ'άλλους, ο τ. <i>φοῦκτα</i> έχει προκύψει υποχωρητικά από το ρ. <i>φουκτίζω</i> /[[φουχτίζω]] (<b>πρβλ.</b> [[μαγαρίζω]]: [[μαγάρα]])]. | ||
}} | }} |