Anonymous

υποβολέας: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "οῡ" to "οῦ"
(43)
 
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / [[ὑποβολεύς]], -έως, ΝΜΑ<br />(στο [[θέατρο]]) [[άτομο]] που υπαγορεύει χαμηλόφωνα στους ηθοποιούς το [[κείμενο]] του ρόλου τους για να τους βοηθάει στο [[έργο]] τους (α. «ο [[υποβολέας]] δεν ακουγόταν [[καθόλου]]» β. «τοῡ δὲ ὑποβολέως ἀκούοντας καὶ μὴ παρεκβαίνοντας τοὺς ῥυθμούς», Πλούτ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που διενεργεί [[υποβολή]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[άτομο]] που υπαγορεύει σε κάποιον τη θέλησή του, που τον οδηγεί να κάνει [[κάτι]], [[ιδίως]] [[κακό]] («αυτά που λες τά έλεγε [[χτες]] ο [[υποβολέας]] σου»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[κατώτερος]] [[βαθμός]] ιερωσύνης («ἀναγνῶσται καὶ ὑποβολεῑς», Σωκρ. Σχ.)<br /><b>2.</b> [[ερμηνευτής]] κειμένου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που υποβοηθεί τη [[μνήμη]], που υπενθυμίζει<br /><b>2.</b> ύπαγωγεύς. το ξύλινο [[υποστήριγμα]] στα έγχορδα όργανα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὑποβολ</i>- του [[ὑποβάλλω]] (<b>πρβλ.</b> [[ὑποβολή]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>εύς</i> / -<i>έας</i> (<b>πρβλ.</b> <i>προβολ</i>-<i>έας</i>)].
|mltxt=ο / [[ὑποβολεύς]], -έως, ΝΜΑ<br />(στο [[θέατρο]]) [[άτομο]] που υπαγορεύει χαμηλόφωνα στους ηθοποιούς το [[κείμενο]] του ρόλου τους για να τους βοηθάει στο [[έργο]] τους (α. «ο [[υποβολέας]] δεν ακουγόταν [[καθόλου]]» β. «τοῦ δὲ ὑποβολέως ἀκούοντας καὶ μὴ παρεκβαίνοντας τοὺς ῥυθμούς», Πλούτ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που διενεργεί [[υποβολή]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[άτομο]] που υπαγορεύει σε κάποιον τη θέλησή του, που τον οδηγεί να κάνει [[κάτι]], [[ιδίως]] [[κακό]] («αυτά που λες τά έλεγε [[χτες]] ο [[υποβολέας]] σου»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[κατώτερος]] [[βαθμός]] ιερωσύνης («ἀναγνῶσται καὶ ὑποβολεῑς», Σωκρ. Σχ.)<br /><b>2.</b> [[ερμηνευτής]] κειμένου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που υποβοηθεί τη [[μνήμη]], που υπενθυμίζει<br /><b>2.</b> ύπαγωγεύς. το ξύλινο [[υποστήριγμα]] στα έγχορδα όργανα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὑποβολ</i>- του [[ὑποβάλλω]] (<b>πρβλ.</b> [[ὑποβολή]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>εύς</i> / -<i>έας</i> (<b>πρβλ.</b> <i>προβολ</i>-<i>έας</i>)].
}}
}}