Anonymous

ψυγμός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "οῡ" to "οῦ"
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ὁ, Α [[ψύχω]] (Ι)]<br /><b>1.</b> [[τόπος]] [[κατάλληλος]] για [[ξήρανση]] («ἐβάσταζον ἡμῶν θήκας λαχανοσπέρμου εἰς ἕτερον ψυγμόν», πάπ.)<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]]) [[μέρος]] κατάλληλο για το [[στέγνωμα]] διχτιών («[[ψυγμός]] σαγηνῶν ἔσται ἐν μέσῳ θαλάσσης», ΠΔ).<br /><b>(II)</b><br />και [[ψυχμός]], ὁ, Α [[ψύχω]] (II)]<br /><b>1.</b> [[κρύο]] ή [[υγρασία]] («ψυγμοῡ πλήρους ὄντος τοῦ τόπου, Πορφ.)<br /><b>2.</b> [[ρίγος]]<br /><b>3.</b> [[τροφή]] ή [[ποτό]] για [[τόνωση]] του οργανισμού («ἔψυξαν ἑαυτοὺς ψυγμούς», ΠΔ)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[μαρασμός]] («ὁ ψυγμὸς τῆς ἀγάπης πεποίηκε μυστήρια», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «Ψυγμοῡ λιμὴν» — παράλιο της Αιθιοπίας.
|mltxt=<b>(I)</b><br />ὁ, Α [[ψύχω]] (Ι)]<br /><b>1.</b> [[τόπος]] [[κατάλληλος]] για [[ξήρανση]] («ἐβάσταζον ἡμῶν θήκας λαχανοσπέρμου εἰς ἕτερον ψυγμόν», πάπ.)<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]]) [[μέρος]] κατάλληλο για το [[στέγνωμα]] διχτιών («[[ψυγμός]] σαγηνῶν ἔσται ἐν μέσῳ θαλάσσης», ΠΔ).<br /><b>(II)</b><br />και [[ψυχμός]], ὁ, Α [[ψύχω]] (II)]<br /><b>1.</b> [[κρύο]] ή [[υγρασία]] («ψυγμοῦ πλήρους ὄντος τοῦ τόπου, Πορφ.)<br /><b>2.</b> [[ρίγος]]<br /><b>3.</b> [[τροφή]] ή [[ποτό]] για [[τόνωση]] του οργανισμού («ἔψυξαν ἑαυτοὺς ψυγμούς», ΠΔ)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[μαρασμός]] («ὁ ψυγμὸς τῆς ἀγάπης πεποίηκε μυστήρια», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «Ψυγμοῦ λιμὴν» — παράλιο της Αιθιοπίας.
}}
}}