Anonymous

υπόλογος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "οῡ" to "οῦ"
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[ὑπόλογος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που [[είναι]] υποχρεωμένος να δώσει λόγο για [[κάτι]], [[υπεύθυνος]] σε [[κάτι]] ή για [[κάτι]], [[υπαίτιος]] (α. «[[είναι]] [[υπόλογος]] ενώπιον του έθνους» β.«[[μηδέν]] τὴν ἡμετέραν ἡλικίαν ὑπόλογον ποιούμενον», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> <i>ο</i>, η [[υπόλογος]]<br /><b>(νομ.)</b> [[κάθε]] [[πρόσωπο]] υπόχρεο σε [[λογοδοσία]] για πράξεις και παραλείψεις του σχετικές με τη [[διεκπεραίωση]] έργου ή υπόθεσης που του έχει ανατεθεί<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[δημόσιος]] [[υπόλογος]]»<br /><b>(νομ.)</b> [[κάθε]] [[πρόσωπο]] που διαχειρίζεται, βάσει νόμου, χρήματα ή πράγματα του κράτους ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο καταχωρισμένος στον λογαριασμό κάποιου<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[οὐδέν]] σοι ὑπόλογον τίθεμαι» — δεν σέ [[θεωρώ]] υπεύθυνο για [[κάτι]], δεν θα σού ζητήσω να δώσεις λόγο για [[τίποτε]] (<b>Πλάτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὑπολόγως</i> Α<br />με υπεύθυνο τρόπο ή όπως [[ένας]] [[υπεύθυνος]] [[άνθρωπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>λογος</i> (<b>πρβλ.</b> [[παρά]]-<i>λογος</i>)].<br />ὁ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που λαμβάνει [[κάτι]] υπ' όψιν του<br /><b>2.</b> [[συμπέρασμα]], [[πόρισμα]]<br /><b>3.</b> αυτό που αφαιρέθηκε<br /><b>4.</b> <b>μαθημ.</b> (σχετικά με λόγο, με [[κλάσμα]]) αυτός στον οποίο ο [[πρώτος]] όρος, ο [[αριθμητής]], [[είναι]] [[μικρότερος]] του δευτέρου, του παρονομαστή, λ.χ. 3/5<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ἐν ὑπολόγῳ ποιοῡμαί τι» — [[λαμβάνω]] [[κάτι]] υπ' όψιν <b>(Λυσ.)</b>·<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>λογος</i> (<b>πρβλ.</b> [[κατά]] -<i>λογος</i>)].
|mltxt=-η, -ο / [[ὑπόλογος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που [[είναι]] υποχρεωμένος να δώσει λόγο για [[κάτι]], [[υπεύθυνος]] σε [[κάτι]] ή για [[κάτι]], [[υπαίτιος]] (α. «[[είναι]] [[υπόλογος]] ενώπιον του έθνους» β.«[[μηδέν]] τὴν ἡμετέραν ἡλικίαν ὑπόλογον ποιούμενον», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> <i>ο</i>, η [[υπόλογος]]<br /><b>(νομ.)</b> [[κάθε]] [[πρόσωπο]] υπόχρεο σε [[λογοδοσία]] για πράξεις και παραλείψεις του σχετικές με τη [[διεκπεραίωση]] έργου ή υπόθεσης που του έχει ανατεθεί<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[δημόσιος]] [[υπόλογος]]»<br /><b>(νομ.)</b> [[κάθε]] [[πρόσωπο]] που διαχειρίζεται, βάσει νόμου, χρήματα ή πράγματα του κράτους ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο καταχωρισμένος στον λογαριασμό κάποιου<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[οὐδέν]] σοι ὑπόλογον τίθεμαι» — δεν σέ [[θεωρώ]] υπεύθυνο για [[κάτι]], δεν θα σού ζητήσω να δώσεις λόγο για [[τίποτε]] (<b>Πλάτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὑπολόγως</i> Α<br />με υπεύθυνο τρόπο ή όπως [[ένας]] [[υπεύθυνος]] [[άνθρωπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>λογος</i> (<b>πρβλ.</b> [[παρά]]-<i>λογος</i>)].<br />ὁ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που λαμβάνει [[κάτι]] υπ' όψιν του<br /><b>2.</b> [[συμπέρασμα]], [[πόρισμα]]<br /><b>3.</b> αυτό που αφαιρέθηκε<br /><b>4.</b> <b>μαθημ.</b> (σχετικά με λόγο, με [[κλάσμα]]) αυτός στον οποίο ο [[πρώτος]] όρος, ο [[αριθμητής]], [[είναι]] [[μικρότερος]] του δευτέρου, του παρονομαστή, λ.χ. 3/5<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ἐν ὑπολόγῳ ποιοῦμαί τι» — [[λαμβάνω]] [[κάτι]] υπ' όψιν <b>(Λυσ.)</b>·<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>λογος</i> (<b>πρβλ.</b> [[κατά]] -<i>λογος</i>)].
}}
}}