Anonymous

ἐπίκωμος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "οῡ" to "οῦ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπίκωμος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που μετέχει σε [[κώμο]] («εἰς οἰκίαν πενθοῡσαν ἐμβαλόντες ἐπίκωμοι μεθύοντες», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[κωμαστής]], αυτός που τραγουδάει για την αγαπημένη του [[μαζί]] με άλλους [[μετά]] από [[πιοτό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[κώμος]] «εύθυμη [[συντροφιά]]»].
|mltxt=[[ἐπίκωμος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που μετέχει σε [[κώμο]] («εἰς οἰκίαν πενθοῦσαν ἐμβαλόντες ἐπίκωμοι μεθύοντες», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[κωμαστής]], αυτός που τραγουδάει για την αγαπημένη του [[μαζί]] με άλλους [[μετά]] από [[πιοτό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[κώμος]] «εύθυμη [[συντροφιά]]»].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐπίκωμος:''' участвующий в шумной процессии, разгульный (μεθύοντες Plut.).
|elrutext='''ἐπίκωμος:''' участвующий в шумной процессии, разгульный (μεθύοντες Plut.).
}}
}}