Anonymous

ἐνακμάζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "οῡ" to "οῦ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐνακμάζω]] (AM)<br /><b>μσν.</b><br />[[μαίνομαι]] [[εναντίον]] κάποιου («ἐνακμάζουσι κατὰ τῶν γειτόνων», Ευστάθ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> βρίσκομαι στην [[ακμή]], [[είμαι]] ώριμος («[[ὅταν]] δὲ τὰ λήια ἐνακμάζῃ καὶ ὦσιν oἱ στάχυες ξανθοί», <b>Αιλιαν.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[φωτιά]]) έχω μεγάλες φλόγες, [[μαίνομαι]]<br /><b>3.</b> (για τον ήλιο) [[είμαι]] [[καυτερός]], [[καίω]] («τοῡ ἡλίου ἐνακμάζοντος», <b>Αιλιαν.</b>)<br /><b>4.</b> (για το [[ψύχος]] ή τον χειμώνα) [[είμαι]] [[δριμύς]]<br /><b>5.</b> (με δοτ.) [[ανθίζω]], [[θάλλω]] («[[πάθος]] ἐνακμάζει τῇ Ἐλλάδι», Μάξ. Τύρ.).
|mltxt=[[ἐνακμάζω]] (AM)<br /><b>μσν.</b><br />[[μαίνομαι]] [[εναντίον]] κάποιου («ἐνακμάζουσι κατὰ τῶν γειτόνων», Ευστάθ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> βρίσκομαι στην [[ακμή]], [[είμαι]] ώριμος («[[ὅταν]] δὲ τὰ λήια ἐνακμάζῃ καὶ ὦσιν oἱ στάχυες ξανθοί», <b>Αιλιαν.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[φωτιά]]) έχω μεγάλες φλόγες, [[μαίνομαι]]<br /><b>3.</b> (για τον ήλιο) [[είμαι]] [[καυτερός]], [[καίω]] («τοῦ ἡλίου ἐνακμάζοντος», <b>Αιλιαν.</b>)<br /><b>4.</b> (για το [[ψύχος]] ή τον χειμώνα) [[είμαι]] [[δριμύς]]<br /><b>5.</b> (με δοτ.) [[ανθίζω]], [[θάλλω]] («[[πάθος]] ἐνακμάζει τῇ Ἐλλάδι», Μάξ. Τύρ.).
}}
}}