Anonymous

ἐτήτυμος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "οῡ" to "οῦ"
m (Text replacement - "as Adv." to "as adverb")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐτήτυμος]], -ον ([[εκτεταμένος]] ποιητ. τ. του [[έτυμος]]) (Α)<br /><b>1.</b> [[αληθής]], [[ακριβής]] («οὐκ ἔσθ' ὅδε μῡθος [[ἐτήτυμος]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πρόσωπα) [[αληθής]], [[αψευδής]], [[φιλαλήθης]] («οὐ [[ψευδόμαντις]]... ἀλλ' [[ἐτήτυμος]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[πραγματικός]], [[γνήσιος]] («[[ἐτήτυμος]] [[χρυσός]]», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>4.</b> (με απαρμφ.) [[είναι]] [[αλήθεια]] ότι («καὶ πρὸς ἤπειρον σεσῶσθαι τήνδε, τοῡτ' ἐτήτυμον;» — [[είναι]] [[αλήθεια]] ότι σώθηκε αυτή στην [[ξηρά]]; <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>5.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ἐτήτυμον</i><br />αληθώς, [[πράγματι]]<br /><b>6.</b> (το ουδ. με ή [[χωρίς]] το [[άρθρο]]) (<i>τὸ</i>) <i>ἐτήτυμον</i><br />η [[αλήθεια]]<br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐτητύμως</i> (Α)<br />αληθινά, πραγματικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός [[σχηματισμός]] με αναδιπλασιασμό και [[έκταση]] της β' συλλαβής, που συνδέεται με τα [[ετεός]], [[έτυμος]]].
|mltxt=[[ἐτήτυμος]], -ον ([[εκτεταμένος]] ποιητ. τ. του [[έτυμος]]) (Α)<br /><b>1.</b> [[αληθής]], [[ακριβής]] («οὐκ ἔσθ' ὅδε μῡθος [[ἐτήτυμος]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πρόσωπα) [[αληθής]], [[αψευδής]], [[φιλαλήθης]] («οὐ [[ψευδόμαντις]]... ἀλλ' [[ἐτήτυμος]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[πραγματικός]], [[γνήσιος]] («[[ἐτήτυμος]] [[χρυσός]]», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>4.</b> (με απαρμφ.) [[είναι]] [[αλήθεια]] ότι («καὶ πρὸς ἤπειρον σεσῶσθαι τήνδε, τοῦτ' ἐτήτυμον;» — [[είναι]] [[αλήθεια]] ότι σώθηκε αυτή στην [[ξηρά]]; <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>5.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ἐτήτυμον</i><br />αληθώς, [[πράγματι]]<br /><b>6.</b> (το ουδ. με ή [[χωρίς]] το [[άρθρο]]) (<i>τὸ</i>) <i>ἐτήτυμον</i><br />η [[αλήθεια]]<br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐτητύμως</i> (Α)<br />αληθινά, πραγματικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός [[σχηματισμός]] με αναδιπλασιασμό και [[έκταση]] της β' συλλαβής, που συνδέεται με τα [[ετεός]], [[έτυμος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm